Έφυγε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας, ζωγράφος και συγγραφέας Δημήτρης Φατούρος…
Για τον Δημήτρη Φατούρο η αρχιτεκτονική ήταν μια ανθρώπινη περιπέτεια -Το πυκνό έργο του, ο Πικιώνης, ο Γκίκας, ο Σαρτρ...
Ηταν ο Μίμης για όσους τον γνώριζαν, που μιλούσε με το αναμμένο τσιγάρο να κρέμεται στην άκρη των χειλιών του. Ο Δημήτρης Φατούρος, καθόρισε τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, βαθύτατα πιστός στις ανάγκες του ανθρώπου και του τοπίου. Εφυγε σήμερα στις 7 το πρωί, σε ηλικία 82 ετών.
Ηταν εδώ και περίπου πέντε χρόνια που είχε αρχίσει με κάποιον τρόπο να μαζεύει τις μνήμες του, να τις οργανώνει, να ψάχνει τη ζωή του και τη ζωή των γονιών του, να τον απασχολεί το θέμα της ηλικίας, όσων βιώθηκαν και ο τρόπος τους. Αν και έλεγε ότι τίποτα δεν τον αναχαιτίζει βιολογικά, ο Δημήτρης Φατούρος, ο Μίμης όπως τον φώναζαν όσοι τον γνώριζαν, έβαζε τις ψηφίδες του έργου και της ταυτότητάς του στη σειρά και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι σε συνομιλίες και συνεντεύξεις του ανέφερε συχνά ότι ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν 83 ετών, καθώς πλησίαζε και ο ίδιος σε αυτό το χρονικό ορόσημο. Αν και όπως είχε πει σε μια από τις τελευταίες του διαλέξεις το 2019 «τι να έχει άραγε να σας πει ένας νεαρός αρχιτέκτων ηλικίας 90 ετών;».
Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτρης Φατούρος έζησε δέκα ζωές σε αυτά τα 82 του χρόνια: αρχιτέκτονας, ζωγράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου, συγγραφέας (και ποιητής), υπουργός Παιδείας επί Ανδρέα Παπανδρέου (93-94) -ίσως να ήταν και ο πρώτος εξωκοινοβουλευτικός υπουργός. Συνδέθηκε βαθιά με τον Δημήτρη Πικιώνη έχοντας τη διαύγεια όμως να μην τυφλωθεί από την ακτινοβολία του, να μην παγιδευθεί στον μύθο του και να βγει από αυτόν για να φτιάξει το δικό του σύμπαν στην αρχιτεκτονική.
Το κλειστό κολυμβητήριο στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά που σχεδίασε όταν υπηρετούσε τη θητεία του είναι έργο με το οποιό συνδέθηκε βαθιά και είναι ένα έργο εμβληματικό για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική οργανώνει τα όρια του φόβου
Ο άνθρωπος ήταν στο κέντρο αυτής της αρχιτεκτονικής του Φατούρου («θα ήθελα οι νέοι αρχιτέκτονες να σκέφτονται περισσότερο την ευτυχία των ανθρώπων» έλεγε). Μαζί και η φύση την οποία δεν σεβόταν απλώς αλλά προσπαθούσε να τη νοηματοδοτήσει ακόμα και σε τοπία αφιλόξενα – η «εμμονή» του με το δέντρο και τη σκιά ήταν χαρακτηριστική. Επιζητούσε την αρμονία με την ιστορία και τη μορφή του τόπου, αλλά τον απασχολούσαν και έννοιες όπως η ηδονή, η σωματική σχέση με τον χώρο και το κτίσμα. «Η αρχιτεκτονική οργανώνει τα όρια του φόβου», έλεγε ενώ όταν τον ρωτούσαν ποια είναι η δουλειά ενός αρχιτέκτονα, αποκρινόταν «να σχεδιάζει τρόπους ζωής. Ή να ανταποκρίνεται σε τρόπους ζωής. Είναι μια ανθρώπινη περιπέτεια».
Όταν ολοκλήρωνε ένα έργο του, δεν το λησμονούσε, συνέχιζε για χρόνια να ασχολείται με κτίριά του, είτε μια μικρή κατοικία είτε ένα τοπόσημο όπως η Πινακοθήκη Αθηνών που σχεδίασε μαζί με τον Παύλο Μυλωνά. Γύριζε πίσω για να παρατηρήσει αυτές τις κατασκευές, να τις φροντίσει όσο του το επέτρεπαν οι ιδιοκτήτες. Νοιαζόταν -αν και έλεγε ότι ένα κτίριο είναι πιο ωραίο ως γιαπί παρά όταν ολοκληρωθεί. Βλέπετε, σε όλο του το έργο ο Δημήτρης Φατούρος επέλεγε να δημιουργεί σχέσεις, με ανθρώπους, με την Τέχνη, με τα έργα που δημιουργούσε. Ηταν αυτός που σχεδίασε το πρώτο κλειστό κολυμβητήριο στην Ελλάδα, για την ακρίβεια στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά κατά τη διάρκεια της θητείας του και ως το τέλος ένιωθε υπερηφάνεια για το έργο αυτό. Ενιωθε μια διαρκή βαθιά σύνδεση και ήταν το πρώτο του έργο όπου δοκίμασε τα όρια της φύσης και της μη-φύσης.
Βέβαια, όπως ομολογούσε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ήταν αδιάλλακτος, αμετακίνητος στις επιλογές του και συχνά ερχόταν σε σύγκρουση με τους πελάτες. Στη συνέχεια όμως άρχισε να υποχωρεί. Και μάλλον το μετάνιωσε αφού έλεγε ότι «σεβόμενος τον πελάτη έχω κακοποιήσει τη δική μου πρόθεση. Εχει μεγάλη δυσκολία να ανταποκριθείς στην επιθυμία σου που έχει πολλά πράγματα μαζί της, είναι σαν μια κεντρική πολυπλόκαμη προγραμματική πρόταση. Δεν έχει σαφήνειες. Και αυτό ισχύει είτε σχεδιάζεις ένα πολιτικό πρόγραμμα, είτε ένα κτίριο».
Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Πικιώνης, ο Σαρτρ
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Αυγούστου του 1928, η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Στεμνίτσα της Αρκαδίας όπου αγαπούσε να επιστρέφει και να ξαναζεί στιγμές της παιδικής του ζωής στη φύση. Ηδη στην εφηβεία του ένιωσε να έλκεται και να τρέφεται από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, την «Ερημη Χώρα» του Ελιοτ. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σύντομα βρέθηκε να εργάζεται στην ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη που φυσικά τον καθόρισε, τον επηρέασε βαθιά. Και όχι μόνο ως προς την αρχιτεκτονική. Να, για παράδειγμα μιλούσε ενώ ταυτόχρονα είχε αναμμένο τσιγάρο στο στόμα του κάτι που «έμαθε» από τον Πικιώνη, αλλά και τον Σαρτρ «φαντάσματα της εποχής μου». Εκανε πολλά ταξίδια με τον Πικιώνη για τις ανάγκες της δουλειάς, πάντα μέλος της ομάδας του και οι συζητήσεις τους τον καθόρισαν, χωρίς όμως να γίνουν το μοναδικό σημείο αναφοράς. Εγιναν μάλλον η πηγή για να εξελίξει τον δικό του τρόπο έκφρασης και στάσης στην αρχιτεκτονική.«Ολη του τη ζωή ο Πικιώνης παιδεύτηκε να μη χαθεί η επιθυμία του σχεδίου» έλεγε ο Φατούρος. Από τον Πικιώνη άλλωστε έμαθε ότι δικαιούται να αμφιβάλλει.
Ηταν 26 ετών όταν άρχισε να εργάζεται ως επιμελητής στο Πολυτεχνείο πλάι στον Πικιώνη για να βρεθεί δύο χρόνια μετά στην πανεπιστημιακή ομάδα του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και να μυηθεί στον δικό του κόσμο με οδηγό τον αισθησιασμό και την πειθαρχία. Οπως έλεγε, τον «δάνεισε» ο Πικιώνης στον Γκίκα για τον είχε περισσότερο ανάγκη εκείνη την εποχή. Από το 1959 άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, πόλη με την οποία συνδέθηκε βαθιά ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, αρχιτέκτονας… 40 χρόνια δίδαξε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ουσιαστικά δημιούργησε και όρισε τη φυσιογνωμία του τμήματος Αρχιτεκτονικής εκεί. Δεν είναι τυχαίο ότι διεκδίκησε τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης το 1990 αλλά έχασε με ελάχιστη διαφορά από τον Ντίνο Κοσμόπουλο.
Κυνηγήστε την βλακεία
Όλα αυτά τα χρόνια ζωγράφιζε εντατικά και έγραφε κείμενα για την Τέχνη και την αρχιτεκτονική. Μάλιστα είχε αρχίσει να κάνει μαθήματα ζωγραφική από το στο εργαστήριο του ζωγράφου και αρχιτέκτονα Παναγιώτη Μάρθα. «Και η ζωγραφική είναι μια μέθοδος αναγνώρισης του κόσμου» έγραφε για την προσωπική του σχέση με τον καμβά, το κάρβουνο, το παστέλ. «Εκείνη η εικοσαετία, 1946-1966, ήταν μια άσκηση με ζωγραφικούς όρους που συναντούσε την αρχιτεκτονική. Η ηδονή της αναζήτησης έθετε συνεχώς ερωτήματα για τους συντελεστές, τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται το αρχιτεκτονικό έργο, τις γνωσιολογικές διαδικασίες, λύσεις του αρχιτεκτονικού προβλήματος. Η “ποιητική” και όχι οι ορισμοί είχαν προτεραιότητα. Έπρεπε λοιπόν να συγκεντρωθώ με επιμονή σε αυτές τις αναζητήσεις».
Σταμάτησε να ζωγραφίζει το 1966 όταν πήγε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και εργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής, ενώ ταυτόχρονα έδωσε διαλέξεις στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, το ΜΙΤ, το Μπέρκλεϊ κλπ. Ηταν μια εσωτερική του ανάγκη ή και πειθαρχία που τον οδήγησε να αφοσιωθεί στην αρχιτεκτονική που την όριζε ως τον πυρήνα του. Αγάπησε το σχέδιο αλλά και παιδεύτηκε από αυτό -όπως και ο Πικιώνης. «Ξέρεις τι είναι να κάθεσαι πέντε, έξι ώρες σε μια καρέκλα πάνω;». Ανθρωπος πολυσχιδής, μειλίχιος, τρυφερός, με χιούμορ, πειθαρχία, αφοσίωση που του άρεσε να υιοθετεί το μότο του Λε Κορμπυζιέ «κυνηγήστε την βλακεία». Σήμερα το πένθος για τον κόσμο της ελληνικής αρχιτεκτονικής, και όχι μόνο, είναι βαθύ.
Πηγή: iefimerida.gr