ΠολιτισμόςΚινηματογράφοςΨυχαγωγίαΕιδήσεις

Η Διεθνής ημέρα κατά του Φασισμού γιορτάζεται με… σινεμά: 20 ταινίες κατά του φασισμού

Με αφορμή την Διεθνή Ημέρα κατά του Φασισμού και του Αντισημιτισμού, που τιμάται κάθε χρόνο στις 9 Νοεμβρίου, σε ανάμνηση του πογκρόμ των Εβραίων που οργανώθηκε με κρατική καθοδήγηση στη ναζιστική Γερμανία του 1938 την περίφημη  “Νύχτα των Κρυστάλλων”, παρουσιάζουμε είκοσι σπουδαίες ταινίες κατά του Φασισμού.

«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» (The Great Dictator – 1940) του Τσάρλι Τσάπλιν

Στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας Εβραίος κουρέας (Τσάρλι Τσάπλιν) τραυματίζεται πολεμώντας για το φανταστικό έθνος της Τομανία και μένει χρόνια σ’ ένα νοσοκομείο βετεράνων. Όταν επιστρέφει σπίτι, διαπιστώνει ότι πολλά έχουν αλλάξει. Ο Αντενόιντ Χίνκελ (επίσης, ο Τσάπλιν) έχει αποκτήσει απόλυτη δύναμη και έχει μετατρέψει την Τομανία σε μια αντισημιτική μηχανή πολέμου. Ενώ υπερασπίζεται το κουρείο του από μια επίθεση, ο κουρέας συναντά την όμορφη Χάνα (Πολέτ Γκοντάρ) και γίνεται ακούσια ο ήρωας του κινήματος αντίστασης που αναπτύσσεται στο γκέτο.

Στο μεταξύ, ο Χίνκελ σχεδιάζει να κατακτήσει το γειτονικό έθνος του Ότσερλιχ και να γίνει Παγκόσμιος Αυτοκράτορας. Λόγω της ομοιότητάς τους, οι δυνάμεις της Τομανίας μπερδεύουν τον κουρέα με τον τυραννικό Χίνκελ, γεγονός που οδηγεί τον Εβραίο κουρέα να απονείμει δικαιοσύνη απευθύνοντας στους πολίτες μία από τις πιο συγκινητικές ομιλίες που έχουν αποτυπωθεί σε φιλμ, στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

Η ταινία, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» (The Great Dictator – 1940) αποτελεί ουσιαστικά, την πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, που γυρίστηκε δέκα (10) χρόνια μετά την εισαγωγή του ήχου στον κινηματογράφο και είναι αναμφισβήτητα ένα γενναίο, όσο και αμφιλεγόμενο έργο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η παραγωγή του φιλμ ξεκίνησε το 1937, μια εποχή που οι Αμερικάνοι ακόμα δεν είχαν ξεκαθαρίσει τη στάση τους απέναντι στον Χίτλερ, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εν τέλει κυκλοφόρησε στο σινεμά, τρία χρόνια αργότερα, το 1940, όταν ακόμα οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν εισέλθει στο πεδίο μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σκηνή που ο Τσάπλιν χορεύει μπαλέτο με την υδρόγειο θεωρείται σήμερα μία από τις σημαντικότερες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας, ενώ η ομιλία του κεντρικού ήρωα στο τέλος της ταινίας, όπου ο δημιουργός έμμεσα εκφράζει το όραμα του για την ανθρωπότητα, επίσης μνημονεύεται για το ανθρωπιστικό της μήνυμα.

«Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη» (Rome Open City – 1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι

Ρώμη 1944. Η πόλη βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή και οι πολίτες της βιώνουν τη βάρβαρη συμπεριφορά των Γερμανών, οι οποίοι αναζητούν έναν Ιταλό, τον Τζόρτζιο Μαφρέντι, με την υποψία ότι είναι σε μία ομάδα της Αντίστασης. Εκείνος ζητά βοήθεια από τη μνηστή του Πίνα, η οποία στην προσπάθεια της να τον βοηθήσει, ρισκάρει, όχι μόνον τη δική της ζωή, αλλά και του αγέννητου παιδιού της.

Ρώμη ανοχύρωτη πόλη (1945) | ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Η κατακερματισμένη Ρώμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετείται στο επίκεντρο του φιλμικού ενδιαφέροντος, μετά την ανατροπή του Μουσολίνι και την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς, το 1944. Ταινία ορόσημο του «ιταλικού νεορεαλισμού». Πολύπλοκη στις πολιτικές της διαστάσεις, με μία μοναδική κινηματογραφική σύνθεση εικόνων της κατοχικής καθημερινότητας, της εξαθλίωσης και της κοινωνικής διάλυσης.

Με έντονη ρεαλιστική ματιά, αμφισβητώντας αφηγηματικές συμβάσεις, η ταινία «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη» (Rome, Open City – 1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι, αναδεικνύει τη σκοτεινή όψη του φασισμού μέσα από την αληθινά φριχτή μορφή του. Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι η ταινία έλαβε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου.

 

«Οι Καταραμένοι» (The Damned / La caduta degli dei – 1969) του Λουκίνο Βισκόντι

Κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συνάθροισης, στις 28 Φεβρουαρίου του 1933, ο ηλικιωμένος πατριάρχης της οικογένειας Γιόακιμ φον Έσεμπερκ ορίζει αντιπρόεδρο της χαλυβουργίας τον αξιωματικό των SS Κονσταντίν, με σκοπό να εξευμενίσει το ναζιστικό κόμμα. Η απόφαση αυτή αναγκάζει τον φιλελεύθερο Χέρμπερτ να παραιτηθεί. Την ίδια νύχτα, ο Γιοακίμ δολοφονείται και το έγκλημα αποδίδεται στον Χέρμπερτ. Στην πραγματικότητα, οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας που έγινε ύστερα από προτροπή του αξιωματικού των SS Άσενμπαχ, είναι η Σοφία φον Έσενμπεκ και ο εραστής της, Φρίντριχ Μπρούνμαν.

Πλέον την πλειοψηφία των μετοχών αποκτά ο Μάρτιν, ανιψιός του Γιοακίμ και γιος της Σοφίας, ο οποίος, όντας υποχείριο της μητέρας του, ορίζει πρόεδρο της εταιρείας τον εραστή της. Για να κατακτήσει το επίζηλο αξίωμα, ο Κονσταντίν εκβιάζει τον Μάρτιν με όπλο την αυτοκτονία μιας Εβραιοπούλας την οποία είχε αποπλανήσει. Όμως, κατά τη σφαγή των SS – στις 30 Ιουνίου του 1934 –  ο Φρίντριχ δολοφονεί τον Κονσταντίν. Τώρα, όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της Σοφίας και του εραστή της, οι οποίοι, για ν’ αναγκάσουν τον Χέρμερτ να γυρίσει πίσω και να παραδοθεί, εξοντώνουν τη σύζυγό του και κλείνουν σε άσυλο τις μικρές του κόρες. Ανήσυχος από την άνοδο των δύο εραστών, ο Άσενμπαχ, υποστηρίζει τον Μάρτιν. Υπό το βάρος ψυχο-σεξουαλικών διαταραχών και γεμάτος οργή, ο Μάρτιν βιάζει τη μητέρα του, κι αφού συναινέσει στον γάμο της Σοφίας με τον Φρίντριχ, τους αναγκάζει ν’ αυτοκτονήσουν.

Ο Λουκίνο Βισκόντι (Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 – Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), υπήρξε κορυφαίος Ιταλός σκηνοθέτης, τόσο του κινηματογράφου και του θεάτρου, όσο και της όπερας. Το φιλμ του «Οι Καταραμένοι» (La caduta degli dei / The Damned – 1969) είναι ένα έπος, με κεντρικό άξονα μία ευκατάστατη οικογένεια σε παρακμή και με φόντο τα εγκλήματα του ναζισμού.

 

«Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (Angst essen Seele auf / Ali: Fear Eats the Soul – 1974) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

Μπαίνοντας σ’ ένα μπαρ όπου συχνάζουν ξένοι προκειμένου να ξεφύγει από τη βροχή, μια εξηντάχρονη χήρα που εργάζεται ως καθαρίστρια γνωρίζει έναν Μαροκινό, τον Αλί, ο οποίος είναι τουλάχιστον 20 χρόνια νεώτερός της. Ο Αλί χορεύει μαζί της, την συνοδεύει σπίτι και κοιμούνται μαζί. Σύντομα ο Αλί μετακομίζει στο διαμέρισμά της, δοκιμάζει να συγκατοικήσει μαζί της και οι δυο τους αποφασίζουν κάποια στιγμή να παντρευτούν, προκαλώντας όμως έτσι την αποδοκιμασία, αλλά και τον οργή από τον περίγυρό τους. Οι συγγενείς κι η γειτονιά της αντιδρούν αρνητικά μέχρις ότου ανακαλύψουν τη χρηστική αξία του ζευγαριού. Της Emmi, μιας κάπως ηλικιωμένης καθαρίστριας και του κατά πολύ νεώτερού της Ali, γκασταρμπάιτερ από το Μαρόκο.

Ο μεγάλος αναρχικός του μοντέρνου Σινεμά επιστρέφει μέσα από το διαχρονικό και πάντα επίκαιρο έργο του. Σε όλη τη μέχρι τώρα ιστορία του σινεμά, δεν έχει υπάρξει άλλος σκηνοθέτης όπως ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Μέσα σε 15 μόλις χρόνια – και μέχρι τον πρόωρο θάνατό του – ο πυρετώδης και ασταμάτητα παραγωγικός δημιουργός κατόρθωσε να ολοκληρώσει 41 μεγάλου μήκους ταινίες, 3 μικρού μήκους και 3 τηλεοπτικές σειρές, δουλεύοντας παράλληλα ως θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, παραγωγός, οπερατέρ, συνθέτης, μοντέρ και σκηνογράφος, αφήνοντας πίσω του ένα έργο πολυσχιδές, θαρραλέο και ολότελα μοντέρνο.

«Η αμερικάνικη μέθοδος της δημιουργίας ταινιών προκαλεί στον θεατή συγκίνηση και τίποτε άλλο. Εγώ θέλω να του δώσω συγκίνηση μαζί με τη δυνατότητα να στοχαστεί και να αναλύσει τα συναισθήματα του…» – Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

«Το Αυγό του Φιδιού» (Das Schlangenei / The Serpent’s Egg – 1977) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Η ταινία «Το Αυγό του Φιδιού» (1977) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Δυτική Γερμανία, Η.Π.Α.), περιγράφει μια εβδομάδα από τη ζωή του Άμπελ Ρόζεμπεργκ, τον οποίο υποδύεται ο Ντέιβιντ Καραντάιν, ως άνεργος Αμερικανός ακροβάτης τσίρκου, που ζει στο τσακισμένο από τη φτώχεια Βερολίνο, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ο αδερφός του αυτοκτονεί, ο Άμπελ βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός παλιού φίλου, του καθηγητή Βερέγκους. Με κάποιο τρόπο, μαθαίνει τρομακτικά μυστικά και τον λόγο που οδήγησε τον αδερφό του στην αυτοκτονία. Στο πλευρό του Ντέιβιντ Καραντάιν, βλέπουμε επίσης τους Χάινς Μπένεντ, Γκερτ Φρέμπε, καθώς και την αγαπημένη, Λιβ Ούλμαν.

«Μέσα στον φόβο, υπάρχει μια μανιασμένη οργή. Όλοι φοβούνται τώρα, φοβούνται σε βαθμό τρέλας. Όλοι οι πειθήνιοι μικροϋπάλληλοι και οι καλοσυνάτες γυναικούλες τους, όλοι οι στρατιώτες που περιφέρονται στους στρατώνες και εύχονται να ήταν πίσω στον πόλεμο, όλοι οι φτωχοί αγρότες που δίνουν σχεδόν τζάμπα τα προϊόντα τους, όλοι οι δάσκαλοι που δεν πιστεύουν πια αυτά που γράφουν τα βιβλία τους – όλοι είναι έντρομοι και σύντομα ο φόβος τους θα μετατραπεί σε οργή. Θέλεις να το δεις αυτό, αγαπητέ μου Άμπελ; Όχι βέβαια. Αν δε σ’ έχουν ξυλοκοπήσει στο μεταξύ μέχρι θανάτου, θα προτιμάς να παρουσιάζεις το νούμερο σου στο Νότιο Πόλο απ’ ότι εδώ στο Βερολίνο, όταν οι υποταγμένοι ξεσηκωθούν και ο φόβος τους μετατραπεί σε οργή…» – Χόλινγκερ (Georg Hartmann) / Απόσπασμα από «Το Αυγό του Φιδιού» (1977)

Πρόκειται για μία πραγματικά σπουδαία και διαχρονική ταινία, σε σκηνοθεσία και σε σενάριο, του μεγάλου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ένας ιδιαίτερος σχολιασμός του Σουηδού δημιουργού, σχετικά με την πορεία του φασισμού από τη γέννησή του, ως την ωρίμανσή του και τις κοινωνικές συνθήκες που τον ευνοούν να επωάσει.

 

«Μια Ξεχωριστή Μέρα» (A Special Day / Una giornata particolare – (1977) του Έττορε Σκόλα

Στις 8 Μαΐου του 1938 ο Χίτλερ επισκέπτεται την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ρώμης ετοιμάζεται για να πάει στην εκδήλωση που έχει οργανωθεί προς τιμήν του. Η Αντονιέτα (Σοφία Λόρεν), μια όμορφη νοικοκυρά, σύζυγος του Εμανουέλε (Τζον Βέρνον), ενός άνδρα με φασιστικές πεποιθήσεις και μητέρα έξι κακομαθημένων παιδιών, ετοιμάζει σύζυγο και παιδιά για την παρέλαση και μένει στο σπίτι για να το τακτοποιήσει. Στην άδεια πλέον πολυκατοικία στην οποία μένει, βρίσκεται και άλλος ένας ένοικος, ο δημοσιογράφος Γκαμπριέλε (Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι), που είναι ομοφυλόφιλος και μάχεται ενάντια στον φασισμό. Κάποια στιγμή ο παπαγάλος της Αντονιέτα το σκάει και πηγαίνει και κάθεται δίπλα από το πρεβάζι του παραθύρου του Γκαμπριέλε. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την αιτία για την οποία ο Γκαμπριέλε και η Αντονιέτα γνωρίζονται και περνάνε ολόκληρη τη μέρα μαζί.

Το φιλμ «Μια Ξεχωριστή Μέρα» (A Special Day – 1977), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δημιουργίες του πρόσφατα εκλιπόντα, Έττορε Σκόλα. Έχοντας στη διάθεση του δύο από τους σημαντικότερους Ιταλούς ηθοποιούς, τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και την Σοφία Λόρεν, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μία συγκινητική και βαθιά ανθρώπινη ιστορία, που παραμένει διαχρονική, καταγγέλλοντας παράλληλα τον φασισμό και τις καταβολές του.

Δεινός εκφραστής της ιταλικής πραγματικότητας, έντονα πολιτικοποιημένος και με κοινωνικές ευαισθησίες, ο Έττορε Σκόλα (1931 – 2016), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους κινηματογραφιστές. Με περισσότερες από σαράντα ταινίες στο ενεργητικό του, ο Σκόλα άφησε μια σπουδαία κινηματογραφική κληρονομιά, έχοντας επηρεάσει τις νεότερες γενιές κινηματογραφιστών.

 

«Μεφίστο» (Mephisto – 1981) του Ίστβαν Ζάμπο

Η ιστορία ενός φιλόδοξου θεατρικού ηθοποιού στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, που για την τέχνη του είναι έτοιμος να θυσιάσει και να κάνει τα πάντα. Ο γάμος του με μια γυναίκα της αστικής κοινωνίας θα τον βοηθήσει να προσληφθεί στο Κρατικό Θέατρο του Βερολίνου, όπου θα έχει την ευκαιρία να υποδυθεί πλήθος ρόλων, με κορυφαία στιγμή την ερμηνεία του ως Μεφιστοφελής στον «Φάουστ» του Γκαίτε.

Η λίστα του Σίντλερ (1993) του Στίβεν Σπίλμπεργκ

Όταν το ναζιστικό κόμμα έρχεται στην εξουσία, ο ήρωας θα κάνει μια σειρά από ιδεολογικές εκπτώσεις, για να εξασφαλίσει την καλλιτεχνική του ανέλιξη. Η φιλοδοξία του θα τον οδηγήσει στην προδοσία των αγαπημένων του προσώπων και στην αποδοχή των πρακτικών του καθεστώτος, το οποίο θα τον χρησιμοποιήσει κατάλληλα για την προώθηση της εικόνας του.

Μια μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή, λεπτομερής απεικόνιση της εποχής και της ατμόσφαιρας του προπολεμικού Βερολίνου, που αποκάλυψε το εξωπραγματικό ταλέντο του σπουδαίου Κλάους Μαρία Μπραντάουερ, στο ευρύτερο κοινό, καθιερώνοντας στο κινηματογραφικό στερέωμα τον Γερμανό ηθοποιό, που εδώ μας χαρίζει μία απίστευτη ερμηνεία.

Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, με το Βραβείο Σεναρίου και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ένωσης Αμερικανών Κριτικών.

«Η Εκλογή της Σόφι» (Sophie’s Choice – 1982) του Άλαν Τζέι Πακούλαη εκλογη τησ σοφι: η σπαρακτικη σιωπη μιασ μανασ

Το 1982, ο Άλαν Τζέι Πακούλα, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Στάιρον, «Η Εκλογή της Σόφι».  Μία σπαρακτική ερμηνεία από την Μέριλ Στριπ, σε μία από τις λιγότερο γνωστές ταινίες της, στην αρχή της καριέρας της. Πρωταγωνιστούν, ο Κέβιν Κλάιν, ο Πίτερ ΜακΝίκολ και η Μέριλ Στριπ, σε μία συγκλονιστική ερμηνεία.

Η ταινία αφηγείται τη ζωή της Σόφι (Μέριλ Στριπ) μιας Πολωνέζας, που κατάφερε να γλιτώσει από το στρατόπεδο του Άουσβιτς και που προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή τη ζωής της. Οι μνήμες όμως την κυνηγούν και τα τραύματα είναι κρυμμένα βαθιά μέσα της. Τα όσα πέρασε στο Άουσβιτς επηρεάζουν και την μετέπειτα ζωή της.

Η υπόθεση ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη του 1947. Ένας νεαρός, ο Στίνγκο (Πίτερ Μακ Νίκολ), που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, νοικιάζει ένα διαμέρισμα και δημιουργεί σχέσεις με το ζευγάρι που μένει στο επάνω πάτωμα. Είναι η Σόφι κι ένας Αμερικανοεβραίος βιολόγος, που έχει ψύχωση με τις ιστορίες για το ολοκαύτωμα, ο Νέιθαν (Κέβιν Κλάιν). Ο νεαρός σιγά σιγά αρχίζει να ερωτεύεται την Σόφι, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι κρύβει στην ψυχή της. Η γυναίκα ζει τραγικές, αλλά και ευτυχισμένες στιγμές δίπλα στους δυο αυτούς άνδρες.

Μία σπαρακτική ερμηνεία από την Μέριλ Στριπ, σε μία από τις λιγότερο γνωστές ταινίες της, στην αρχή της καριέρας της. Μετά το «The Deer Hunter» του 1978 και το «Kramer vs. Kramer» του 1979, η σπουδαία Αμερικανίδα ηθοποιός Μέριλ Στριπ, μας χαρίζει εδώ μία υπέροχη ερμηνεία, η οποία της αποφέρει σε ηλικία μόλις 33 χρονών, την 4η υποψήφια της για Όσκαρ (δύο για ‘Α Γυναικείου και δύο δύο Β’ Γυναικείου Ρόλου) και παράλληλα το πρώτο της κερδισμένο Όσκαρ για τον Καλύτερο ‘Α Γυναικείο Ρόλο – είχε προηγηθεί το 1979, το Όσκαρ για τον Καλύτερο ‘Β Γυναικείο Ρόλο, για το φιλμ «Kramer vs. Kramer», με τον Ντάστιν Χόφμαν.

 

 

Η ταινία ξεκινά το 1939 με την επανατοποθέτηση των Πολωνών Εβραίων στο Γκέτο της Κρακοβίας λίγο μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εν τω μεταξύ ο Όσκαρ Σίντλερ, ένας Γερμανός επιχειρηματίας από τη Μοραβία, φτάνει στην πόλη με την ελπίδα να κάνει περιουσία από τον πόλεμο. Ο Σίντλερ δωροδοκεί την Βέρμαχτ και τους αξιωματικούς των Ες Ες και έτσι αγοράζει ένα εργοστάσιο για την παραγωγή εφοδίων του στρατού. Χωρίς να γνωρίζει πολλά για το πως να διευθύνει μια επιχείρηση, προσλαμβάνει τον Ιτζάκ Στερν, υπάλληλο του Εβραϊκού Συμβουλίου, ο οποίος έχει επαφές με τους Εβραίους επιχειρηματίες και τους μαυραγορίτες μέσα στο γκέτο.

Οι Εβραίοι επιχειρηματίες δανείζουν στο Σίντλερ τα χρήματα για το εργοστάσιο με αντάλλαγμα ποσοστό από τα κέρδη. Ο Σίντλερ προσλαμβάνει μόνο Εβραίους καθώς κοστίζουν λιγότερο αφού οι μισθοί τους πηγαίνουν στην Ες Ες. Οι εργάτες του Σίντλερ επιτρέπεται να βρίσκονται και εκτός του γκέτο και ο Στερν πλαστογραφεί έγγραφα για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους ως “χρήσιμους” στους Γερμανούς ώστε να τους σώσει από μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και από τον θάνατο.

Τον Δεκέμβριο του 1993, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το σενάριο του Στίβεν Ζαϊλίαν, βασισμένο στη νουβέλα Schindler’s Ark του Τόμας Κενάλι, έχοντας στη διάθεση του τρεις σπουδαίους ηθοποιούς, τον Λίαμ Νίσον, τον Ρέιφ Φάινς και τον Μπεν Κίνγκσλεϊ. Το αποτέλεσμα είναι ένα σπουδαίο φιλμ, όχι μόνο για το Ολοκαύτωμα, αλλά και για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, μπροστά στη θέληση για ζωή. Η «Λίστα του Σίντλερ», είναι ίσως το πιο δημοφιλές φιλμ για το Ολοκαύτωμα. Έλαβε δώδεκα (12) υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Λίαμ Νίσον και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Ρέιφ Φάινς, κερδίζοντας τελικά επτά (7) χρυσά αγαλματίδια, ανάμεσά τους για Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία και Διασκευασμένου Σεναρίου. Βραβεύτηκε επίσης με επτά (7) βραβεία BAFTA, αλλά και τρεις (3) Χρυσές Σφαίρες.

 

«Η Ζωή Είναι Ωραία» (La Vita è Bella / Life is Beautiful) του Ρομπέρτο Μπενίνι (Ιταλία – 1997)

Ο

Ο Γκουίντο, ένας Ιταλός εβραϊκής καταγωγής, φτάνει σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας για να πιάσει δουλειά ως σερβιτόρος στο ξενοδοχείο του θείου του. Ο Γκουίντο είναι αστείος και χαρισματικός, ειδικά όταν γνωρίζει μια δασκάλα, τη Ντόρα. Η Ντόρα, όμως, προέρχεται από μια πλούσια, αριστοκρατική, μη εβραϊκή οικογένεια. Η μητέρα της θέλει να καλοπαντρευτεί, αλλά η Ντόρα ερωτεύεται τον Γκουίντο και τη μέρα του γάμου της, κλέβονται. Περνούν αρκετά χρόνια και τώρα το ζευγάρι έχει ένα γιο, τον Τζιοζέ. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει ξεσπάσει. Ο Γκουίντο, μαζί με το θείο του και το γιο του αναγκάζονται να επιβιβαστούν σ’ ένα τρένο με προορισμό ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Ντόρα ζητάει να πάει μαζί τους αλλά δεν της επιτρέπεται. Στο στρατόπεδο, ο Γκουίντο κρύβει το γιο του από τους Ναζί φύλακες, του δίνει κρυφά φαγητό και προσπαθεί να τον κάνει να μην καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, τον πείθει ότι το στρατόπεδο είναι απλά ένα παιχνίδι, στο οποίο ο παίκτης που θα καταφέρει να μαζέψει 1.000 πόντους θα κερδίσει ένα τανκ. Του λέει αν κλάψει, παραπονεθεί, ζητήσει τη μαμά του ή πει ότι πεινάει θα χάσει…

Η «Ζωή Είναι Ωραία», αποτελεί ίσως την κορυφαία καλλιτεχνική δημιουργία του Ρομπέρτο Μπενίνι, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, το σενάριο (μαζί με τον Βιντσέζο Τσέραμι), ενώ κρατά για τον εαυτό και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από τη φράση του Λέων Τρότσκι. Εξόριστος στο Μεξικό, γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθεί από δολοφόνους του Στάλιν, είδε τη σύζυγό του στον κήπο και έγραψε ότι “η ζωή είναι ωραία”. Το φιλμ έλαβε εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, κερδίζοντας εν τέλει τρία, στις κατηγορίες: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Μπενίνι (ο οποίος το πανηγύρισε δεόντως και δικαίως) και Καλύτερης Μουσικής.

Ο Ρομπέρτο Μπενίνι γεννήθηκε στη Μισερικόρντια (Τοσκάνη) τον Οκτώβριο  του 1952, σύντομα όμως η οικογένειά του μετακόμισε στο Πράτο (Τοσκάνη) όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από το Οικονομικό Ινστιτούτο του Πράτο. Η πρώτη του εμπειρία μπροστά σε κοινό ήταν στο τσίρκο Modin όπου έπαιζε σε πλατείες και έπειτα έλαβε μέρος στην Festa dell΄ Unitα ( καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και συναυλίες που διοργάνωσε το κομμουνιστικό κόμμα). Η καριέρα του ως ηθοποιός άρχισε να απογειώνεται με τις ταινίες Chiaro di Luna (1979), I Giorni Contati (1979), Letti Selvaggi (1979), La Luna (1979), Chiedo Asilo (1980), Il Pap΄occhio (1980), Il Minestrone (1981). Το 1983 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία Tu Mi Turbi (στην οποία γνώρισε  τη σύζυγό του). Το 1984 σκηνοθέτησε την δεύτερή του ταινία, Non Ci Resta Che Piangere. Η τρίτη του ταινία ως σκηνοθέτης / ηθοποιός ήταν η Il Piccolo Diavolo (1988) και ακολούθησαν οι Johnny Stecchino ( 1991), Il Mostro (1994), Life Is Beautiful (1997), Pinocchio (2002) και The Tiger and the Snow (2005). Ήταν επίσης υποψήφιος για Nobel Λογοτεχνίας  για τις επεξηγήσεις του και τις απαγγελίες της “Θεία Κωμωδία” του Δάντη (2007).

«Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας» (American History X – 1998) του Τόνι Κέι

Rewatching American History X shows how far-right ideas have entered the mainstream

Η ταινία αφηγείται την ιστορία των δύο αδελφών από το Βένις (Λος Άντζελες) που συμμετέχουν στο νεοναζιστικό κίνημα. Ο μεγαλύτερος αδελφός κάνει τρία χρόνια στη φυλακή για εθελοντική ανθρωποκτονία, αλλάζει τις πεποιθήσεις του και προσπαθεί να αποτρέψει τον αδελφό του να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι.

Η ιστορία παρουσιάζεται σε μια εναλλαγή έγχρωμων πλάνων που αντιπροσωπεύουν το παρόν και ασπρόμαυρων πλάνων που αντιπροσωπεύουν το κοινό παρελθόν των πρωταγωνιστών και ακολουθεί το στυλ της μη γραμμικής αφήγησης. Ένα συγκλονιστικό φιλμ για τις συνθήκες επώασης του φασισμού και τα τραγικά του αποτελέσματα στην κοινωνία. Σε σκηνοθεσία Tony Kaye και σενάριο γραμμένο από τον David McKenna. Πρωταγωνιστούν: Έντουαρντ Νόρτον, Έντουαρντ Φερλόνγκ, Φαϊρούζα Μπαλκ, Μπέβερλι Ντ’Άντζελο, Ελιοτ Γκουλντ, Στέισι Κιτς.

Ο Έντουαρντ Νόρτον με την σπουδαία ερμηνεία του, κέρδισε μία Υποψηφιότητα για Όσκαρ στην Κατηγορία Ά Ανδρικού Ρόλου, ενώ η επίδραση της ταινίας, είναι χαρακτηριστική από το γεγονός πως βρίσκεται στην 38η θέση, με τις πιο δημοφιλείς ταινίες στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης, σύμφωνα με το Internet Movie Database – IMDb: Top 250 as rated by IMDb Users.

 

Ο Πιανίστας (The Pianist- 2002)  του Ρόμαν Πολάνσκι

Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Άντριεν Μπρόντι), είναι ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας. Όμως βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.

Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό. Ενώ παράλληλα όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν, οφείλοντας παράλληλα να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις. Το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης – σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα.

Η ταινία «Ο Πιανίστας» έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, στις 24 Μαΐου του 2002, όπου και απέσπασε τη μέγιστη διάκριση, τον Χρυσό Φοίνικα. Το φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο του Wladyslaw Szpilman, δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έντριαν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι.

 

«Πτώση» (Downfall / Der Untergangτου – 2004) του Όλιβερ Χίρσμπιγκελ

Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό «Πείραμα» (The Experiment / Das Experiment) του 2001, ο Όλιβερ Χίρσμπιγκελ, επιστρέφει με την επική ιστορική ταινία «Πτώση». Ο Γερμανός σκηνοθέτης μας μεταφέρει στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945. Ο Αδόλφος Χίτλερ (Μπρούνο Γκανζ) βρίσκεται κλεισμένος στο καταφύγιό του μαζί με τους στενότερους συνεργάτες του. Ανάμεσά τους βρίσκεται και η προσωπική γραμματέας του Φύρερ, Τράουντλ Γιούνγκε (Αλεξάντρα Μαρία Λάρα). Στους δρόμους της πρωτεύουσας μαίνονται οι μάχες. Το Βερολίνο δεν έχει άλλες αντοχές. Ο Χίτλερ ωστόσο αρνείται να παραδοθεί.

Μία ταινία που αποκαλύπτει, έστω και με ελλείψεις, ένα μεγάλο μέρος της παράνοιας της φασιστικής ιδεολογίας. Ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Πρωταγωνιστούν: Μπρούνο Γκανζ, Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, Τόμας Κρέτσμαν, Τζούλιαν Κέλερ.

«Το Κύμα» (Die Welle / The Wave – 2008) του Ντένις ΓκάνσελΤΟ ΚΥΜΑ (DIE WELLE / THE WAVE) | Σινεμά | LiFO

Όταν ο καθηγητής Rainer Wenger (τον ερμηνεύει υποδειγματικά ο Jurgen Vogel) συνειδητοποιεί, ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας της Ιστορίας, προκαλούν αφόρητη ανία στους μαθητές του, προτείνει την εφαρμογή ενός ιδιότυπου πειράματος, που προβλέπει συγκρότηση μιας ελίτ με μυστικούς κώδικες, σκληρή πειθαρχία και υψηλούς στόχους. Οι μαθητές θα οδηγήσουν το πείραμα σε απόλυτη επιτυχία και χωρίς να το καταλάβουν, θα αρχίσουν να υποκύπτουν στην επιρροή της εξουσίας και του φασισμού.

Πολύ εύστοχη και επίκαιρη, η ταινία «Το Κύμα» του Ντένις Γκάνσελ, καταφέρνει με γρήγορο μοντάζ, αλλά χωρίς υπερβολές να εισάγει τον θεατή στο ιδιαίτερο σύμπαν του. Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Γερμανό σκηνοθέτη, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά: «Έδειχνα ανέκαθεν ειδικό ενδιαφέρον για την ιστορία της Ναζιστικής Γερμανίας. Για το αν θα μπορεί να υπάρξει φασισμός ξανά, για το πώς λειτουργεί το φασιστικό σύστημα, το πώς μπορεί να εκτροχιαστούν οι άνθρωποι από το δρόμο τους. Ήταν κάτι που πάντα με συνάρπαζε. Υποθέτω πως αυτό έχει να κάνει και με την ιστορία της οικογένειάς μου. Ο παππούς μου ήταν αξιωματικός του Τρίτου Ράιχ, κάτι για το οποίο ο πατέρας μου, αλλά και οι δύο θείοι μου, συνάντησαν πολλά και διάφορα προβλήματα στη ζωή τους.»

Η βίαιη επιβολή ανθρώπου εις άνθρωπον, δεν είναι μια άγνωστη, αφηρημένη δύναμη, αλλά κάτι που φωλιάζει σπερματικά στην ανθρώπινη φύση. Ο καθένας μας είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ακόμα και αν στοχεύει στο πρώτο, μπορεί να καταλήξει στο δεύτερο. Το ίδιο κάνουν οι χαρακτήρες που παρασέρνει το «Κύμα». Οι νεαροί μαθητές ξεκινούν για να αλλάξουν τον κόσμο που τους παραδίδεται. Τον κόσμο της ανεργία, της φτώχεια, της ανισότητας αλλά και της παραπληροφόρησης. Όταν ο ιδεαλισμός δεν βρίσκει αντίκρισμα, μπορεί να γίνει επικίνδυνος.

Η ταινία μας θέτει ερωτήματα, χωρίς απαραίτητα να προσφέρει απαντήσεις. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε μέσα σε 107 λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, να λύσει ένα πρόβλημα που ταλανίζει γενιές και γενιές. Παράλληλα όμως, αν κανείς προσπαθούσε να αρνηθεί τη δύναμη του κινηματογραφικού μέσου ως ιδεολογικού μηχανισμού, θα εθελοτυφλούσε. Στην περίπτωση του «Κύματος», το Σινεμά γίνεται το ιδανικό όχημα για να περιγράψει μια νέα συνθήκη ολοκληρωτισμού, αυτής που λαμβάνει χώρα στο γόνιμο, λόγω της αθωότητάς του, πεδίο της εφηβικής ψυχής. Ο σκηνοθέτης, όπως και ο μαθητής που ξεσήκωσε το «Κύμα», θέτει το καίριο ερώτημα: «Μπορεί να ξαναγεννηθεί ο ναζισμός;».

 

«Άδοξοι Μπάσταρδοι» (Inglourious Basterds – 2009) του Κουέντιν Ταραντίνο

Στην κατεχόμενη από τα Γερμανικά στρατεύματα Γαλλία, κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, μια Εβραία κοπέλα, η Σοσάνα, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας ολόκληρης της οικογένειάς της από τους Ναζί. Εκείνη, κατορθώνει να γλιτώσει και να δραπετεύει στο Παρίσι, όπου αποκτά νέα ταυτότητα και ζωή ως ιδιοκτήτρια ενός μικρού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, μια επίλεκτη ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Άλντο Ρέιν, αποφασίζει να εισβάλλει στη Γαλλία και να κάνει τη ζωή των Γερμανών του Τρίτου Ράιχ κόλαση, μην αφήνοντας κανένα ζωντανό στο πέρασμά της, ασκώντας πάνω τους τα απάνθρωπα αντιεβραϊκά μέτρα των Ναζί, με στόχο την τιμωρία τους με το ίδιο νόμισμα. Γνωστοί στους εχθρούς τους ως “Μπάσταρδοι”, η ομάδα του Ρέιν βρίσκει στο πρόσωπο μιας Γερμανίδας ηθοποιού μία ανέλπιστη σύμμαχο στη μάχη που δίνει. Αλλά κι η Σοσάνα, καλείται να παίξει έναν σημαντικό ρόλο.

Μια ταινία γεμάτη αδρεναλίνη, με πρωταγωνιστή τον αγνώριστο Μπραντ Πιτ σε ρόλο εξολοθρευτή των ναζί, όπως μονάχα ο παρανοϊκά εμπνευσμένος σκηνοθέτης – ενορχηστρωτής, Κουέντιν Ταραντίνο θα μπορούσε να τον οραματιστεί. Η ταινία αποτελεί παράλληλα κι ένα remake της αντίστοιχης ταινίας του 1978, «Inglorious Bastards» του Έντζο Καστελάρι, ο οποίος πραγματοποιεί κι ένα cameo στην ταινία. Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Νταϊάν Κρούγκερ, Κρίστοφ Βαλτς, Ντάνιελ Μπρουλ, Μελανί Λορέν, Ιλάι Ροθ, Τιλ Σβάιγκερ, Μίκαελ Φασμπέντερ, Μάικ Μάγιερς.

«Η Λευκή Κορδέλα» (The White Ribbon – 2009) του Μίκαελ Χάνεκε

Γερμανία, λίγο πριν τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Μία σειρά ανεξήγητων γεγονότων διαταράσσουν την καθημερινότητα της παρηκμασμένης κοινωνικής ζωής ενός προτεσταντικού χωριού. Μία καθημερινότητα αυστηρών ιεραρχιών, αυταρχικής πειθαρχίας, άκαμπτων ταξικών και έμφυλων διαχωρισμών. Τα παιδιά, οι οικογένειές τους, ο πάστορας, ο δάσκαλος, ο γιατρός βρίσκονται όλοι στο επίκεντρο.

Όμως, ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν, κάτι σαν μια απροσδιόριστη τιμωρία, αναστατώνοντας τη ροή της καθημερινότητας. Ποιος βρίσκεται πίσω από όλα αυτά; Η ταινία αντιπροσωπεύει έναν ευφυή, σύνθετο στοχασμό πάνω στη γέννηση της βίας και την παρακμιακή πορεία της κοινωνίας, στις παρυφές του πολέμου που άλλαξε τον γεωγραφικό και ανθρώπινο χάρτη.

Το 2009, ο Μίκαελ Χάνεκε επιδιώκει να δέσει τη «Λευκή Κορδέλα» του στον θεατή, καλώντας τον να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του, καθώς το αυγό του φιδιού επωάζεται και ο φασισμός ελλοχεύει στην καθημερινότητα των ανθρώπων κι ενώ βρισκόμαστε στις παρυφές του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Με την κινηματογραφική σύνθεση εικόνων ολοκληρωτισμού, βίας, μίσους και διαφθοράς, με την αλληγορική αφήγηση περί του αβγού του φιδιού, αλλά και με φωτεινή μονοχρωμία και υποβλητικά πλάνα, ο Μίκαελ Χάνεκε μας χαρίζει μία επίκαιρη και ταυτόχρονα, διαχρονική ταινία. Στα θετικά και το έξοχο το καστ, καθώς πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Ούλριχ Τουκούρ, Μπούργκαρτ Κλάουσνερ, Σούζαν Λόθαρ, Κρίστιαν Φρίντελ. Ένα αυθεντικό αριστούργημα που δικαίως συγκαταλέγεται στη μικρή εκείνη λίστα με τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν στην μεγάλη οθόνη, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

«Ο Λαβύρινθος της Σιωπής» (Labyrinth of Lies / Im Labyrinth des Schweigens – 2014) του Τζούλιο ΡικιαρέλιO Λαβύρινθος της Σιωπής / Labyrinth of Lies Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης

1958, Γερμανία. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στο Άουσβιτς και κανείς δε ρωτά. Ένας νεαρός εισαγγελέας ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ήταν ναζί και δήμιοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πρώην μέλη των Ες Ες είναι τώρα δάσκαλοι, αρτοποιοί, δημόσιοι υπάλληλοι. Κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανυποψίαστους συμπατριώτες τους, που νομίζουν ότι οι ιστορίες για τα ολοκαυτώματα και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αστικοί μύθοι, ή ακόμη περισσότερο, προπαγάνδα των συμμαχικών δυνάμεων.

Η μεταπολεμική Γερμανία δικάζει για πρώτη φορά το ναζιστικό παρελθόν της στην εντυπωσιακή δημιουργία του Τζούλιο Ρικιαρέλι, «Ο Λαβύρινθος της Σιωπής» (Labyrinth of Lies). Ο Αλεξάντερ Φέλινγκ, o Jonas Hollander του Homeland, που τον συναντήσαμε στο σινεμά ως «Άδωξο Μπάσταρδο» (2009) και ως «Νεαρό Κύριο Γκαίτε» (2010), υποδύεται τον φιλόδοξο Γερμανό εισαγγελέα που τολμά να οδηγήσει πρώην μέλη των Ες Ες στην πρώτη τους δίκη από Γερμανούς. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει φέρνει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια κοινωνία που έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το πιο φρικτό παρελθόν της.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζούλιο Ρικιαρέλι βγαίνει από τον λαβύρινθο της σιωπής, ξετυλίγοντας τον μίτο της αλήθειας για την αποκατάσταση της Ιστορίας. Έχοντας τα ίδια κινηματογραφικά συμπτώματα με άλλες μεγάλες γερμανικές ταινίες, όπως το «Goodbye Lenin» και «Οι Ζωές των Άλλων», αλλά και μια ενδόμυχη πολιτική και κοινωνική σάτιρα, η ταινία παρουσιάζει με εμπεριστατωμένη έρευνα μία ακόμη εντυπωσιακή καταγραφή των παθών και των παθημάτων της γερμανικής Ιστορίας. Μία συγκλονιστική ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον Σεπτέμβριο στο 21o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας – όπου και απέσπασε το Βραβείο Κοινού.

 

 

Γιος του Σαούλ» (Saul Fia / Son of Saul – 2015) του Λάζλο Νέμες

Οκτώβριος του 1944, στο στρατόπεδο εξόντωσης, Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Ο Saul Auslonder (Γκέζα Ρόχινγκ) είναι Ούγγρος, μέλος της Sonderkommando, της ομάδας των Εβραίων κρατουμένων η οποία έχει απομονωθεί από το στρατόπεδο και είναι αναγκασμένη να βοηθά τους Ναζί στον μηχανισμό των μεγάλης κλίμακας εκτελέσεων. Ενώ δουλεύει σ’ ένα από τα κρεματόρια, ο Σαούλ ανακαλύπτει το πτώμα ενός αγοριού το οποίο θεωρεί ότι είναι το παιδί του. Ενώ η Sonderkommando σχεδιάζει εξέγερση, ο Σαούλ αποφασίζει να φέρει εις πέρας μια αδύνατη αποστολή: να σώσει το σώμα του παιδιού από τις φλόγες, να βρει έναν Ραββίνο να απαγγείλει την νεκρώσιμη ακολουθία (Kaddish) και να θάψει το αγόρι όπως πρέπει.

Μία από τις σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα, είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λάζλο Νέμες, «Ο Γιος του Σαούλ», το οποίο κυκλοφόρησε το 2015 και τιμήθηκε δικαίως με το Ξενόγλωσσο Όσκαρ. Το φιλμ αποτυπώνει όλη τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, με ήρωα έναν Εβραίο κρατούμενο, που εξαναγκάζεται από τους Ναζί να εξολοθρεύει τους ανθρώπους που συρρέουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Αυτή η ταινία δεν λέει την ιστορία του Ολοκαυτώματος, αλλά την απλή ιστορία ενός ανθρώπου παγιδευμένου σε μια τρομερή κατάσταση μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο χώρου και χρόνου. Δυο μέρες της ζωής ενός ανθρώπου αναγκασμένου να διατηρήσει την ανθρωπιά του, ο οποίος βρίσκει την ηθική σωτηρία στην διάσωση ενός νεκρού σώματος. Ακολουθούμε τον κύριο χαρακτήρα σε όλη την ταινία, αναδεικνύοντας μόνο το άμεσο περιβάλλον του και δημιουργώντας ένα οργανικό φιλμικό χώρο περιορισμένων αναλογιών, πιο κοντινών στην ανθρώπινη αντίληψη. Η χρήση της φωτογράφισης μικρού πεδίου, η μόνιμη παρουσία στοιχείων εκτός πλάνου στην αφήγηση εκτεταμένων λήψεων, οι περιορισμένες οπτικές και πραγματολογικές πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση ο κύριος χαρακτήρας  και ο θεατής, είναι τα θεμέλια της οπτικής και αφηγηματικής στρατηγικής μας.» – Λάζλο Νέμες

«Ομίχλη τον Αύγουστο» (Nebel im August / Fog in August – 2016) του Κάι Γουέσελ

Ομίχλη τον Αύγουστο (Fog in August) - Monopoli.gr

Βασισμένο στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Ντόμες, η ταινία «Ομίχλη τον Αύγουστο», αφηγείται την συγκινητική αληθινή ιστορία του 13χρονου Έρνστ Λόσσα, στη διάρκεια του ‘Β Παγκόσμιου Πολέμου, σχετικά με τη φιλία και την επιθυμία να ονειρευόμαστε ελεύθεροι.

Με φόντο το ταραχώδες σκηνικό του πολέμου, ο 13χρονος Έρνστ θα βρει την οικογένεια που είχε από καιρό χάσει, ανάμεσα στις νοσοκόμες και τα άλλα παιδιά του ιδρύματος που κρατείται. Μέσα από τη φιλία ανακαλύπτει και την ασφάλεια, μέσα σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον. Σύντομα όμως θα ανακαλύψει ότι πίσω από τη βιτρίνα του ιδρύματος κρύβεται ένα θανάσιμο μυστικό. Και τότε ο Έρνστ θα κάνει τα πάντα για να βοηθήσει τους νέους φίλους του και να σαμποτάρει τα σχέδια των μεγάλων.

Το φιλμ προσπαθεί να ρίξει φως σε μια λιγότερο γνωστή πτυχή της ναζιστικής θηριωδίας, το διαβόητο σχέδιο Aktion T4, ένα πρόγραμμα ευθανασίας χιλιάδων (υπολογίζονται πάνω από 200.000 θύματα, 5000 εκ των οποίων παιδιά) ανάπηρων, διανοητικά καθυστερημένων, φιλάσθενων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, το οποίο εκτελέστηκε με απόλυτη μυστικότητα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε νοσοκομεία και σανατόρια της Γερμανίας.

Ένα παιδί στέκεται με θάρρος απέναντι στην βαρβαρότητα των ναζί, προσπαθώντας να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Έστω κι αν όλες οι πιθανότητες είναι εναντίον του, ο 13χρονος Έρνστ Λόσσα, αρνείται να πιστέψει ότι οι μεγάλοι είναι ικανοί για το χειρότερο έγκλημα στην Ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς το Ολοκαύτωμα βρίσκεται προ των πυλών.

«Άρνηση» (Denial – 2016) του Μικ Τζάκσον

Βασισμένη στο βιβλίο «History on Trial: My Day in Court with a Holocaust Denier», η ταινία αφηγείται την αληθινή ιστορία της δικαστικής μάχης που έδωσε η Ντέμπορα Ι. Λίπσταντ (Ρέιτσελ Βάις) προς τιμήν της αλήθειας, ενάντια στον Ντέβιντ Έρβινγκ (Τίμοθι Σπολ), ο οποίος την μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση όταν εκείνη τον κατηγόρησε για άρνηση του Ολοκαυτώματος. Βάσει του αγγλικού νομικού συστήματος, στις περιπτώσεις αυτές, η ευθύνη της εύρεσης αποδείξεων βαραίνει τον κατηγορούμενο, άρα η Λίπσταντ και η νομική της ομάδα έπρεπε να αποδείξουν ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη όντως. Η Ρέιτσελ Βάις πρωταγωνιστεί σ’ ένα συγκλονιστικό δικαστικό δράμα, μαζί με τους Τίμοθι Σπολ και Τομ Ουίλκινσον.Δίκαιη ληστεία, επίμονη δικαιοσύνη και ιστορική άρνηση | naftemporiki.gr

Η «Άρνηση» (Denial – 2016) του Μικ Τζάκσον, πραγματεύεται ένα από τα πιο σημαντικά θέματα του 20ου αιώνα.  Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός, Ρέιτσελ Βάις, υποδύεται την Ντέμπορα Λίπσταντ, ξαναγράφοντας την αυταπόδεικτη ιστορία του Ολοκαυτώματος. Ο Βρετανός σκηνοθέτης – βραβευμένος με Emmy για το «Temple Grandin» του 2010 – μεταφέρει με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη το βιβλίο της Λίπσταντ.

«θα ήθελα οι άνθρωποι να κατανοήσουν ότι το Ολοκαύτωμα είναι η πιο αδρά αποδεδειγμένη γενοκτονία στον κόσμο. Δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια.» – Ντέμπορα Ι. Λίπσταντ

ΠΗΓΗ: tvxs.gr

Show More

Related Articles

Back to top button