Ελεύθερη επιλογή του σχολείου φοίτησης των μαθητών από τον γονέα προβλέπει μεταξύ άλλων το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία 2023-2027
Πρόκειται για μια πρακτική που έχει εφαρμοστεί εκτεταμένα σε χώρες όπως η Αγγλία και μαζί με τα κουπόνια εκπαίδευσης, που επιτρέπουν να διαλέξεις δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο, έχουν γίνει η σημαία του νεοφιλελευθερισμού στην εκπαίδευση.
Ωστόσο το δημοκρατικό κίνημα των εκπαιδευτικών και των γονέων έχει, χρόνια τώρα, τοποθετηθεί με σαφήνεια, για το θέμα:
Η δήθεν «ελεύθερη επιλογή» σχολείου οδηγεί στην κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών, στο σπάσιμο του όποιου ενιαίου δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα έχει απομείνει, στη λειτουργία τους με επιχειρηματικά κριτήρια και στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Δημοσιεύουμε παρακάτω μια εισήγηση για το θέμα που έγινε παλιότερα στο Τρίτο Τακτικό Συνέδριο Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας
Έρευνες από την σκοπιά της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης έχουν δείξει ότι ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή.
Ορισμένες έρευνες όμως είχαν και ένα απροσδόκητο εύρημα που σχηματικά αποκλήθηκε από τους ερευνητές “the frog pond effect”: ορισμένοι από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους.
Στην Ελλάδα, πέρα από την επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης από τα παραδοσιακά εύπορα κοινωνικά στρώματα, το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο μέσα από τις ρυθμίσεις για πειραματικά σχολεία επιχειρεί να εισάγει στοιχεία επιλογής σχολείου.
Στην εργασία μας αυτή θα επιχειρήσουμε:
• την ανάλυση και ερμηνεία των στρατηγικών που οι κοινωνικές τάξεις ακολουθούν στην επιλογή σχολείου
• τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται οι «στρατηγικές επιλογής σχολείου» στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικής διαστρωμάτωσης
• την ανάλυση όψεων του ιδεολογικού και πολιτικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο εδράζεται το ιδεολόγημα της «ελεύθερης» επιλογής σχολείου.
1. Η επιλογή σχολείου ως μέτρο εκπαιδευτικής πολιτικής
Ένα από τα κεντρικά μέτρα του νεοφιλελευθερισμού στο χώρο της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους μαθητές και τους γονείς τους (parental choice). Στη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική, μαθητές και γονείς θεωρούνται εκλαμβάνονται ως «χρήστες» ή «καταναλωτές» εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται και ζητούνται ελεύθερα στην εκπαιδευτική αγορά. Κατά συνέπεια, η δυνατότητά τους να επιλέξουν τον «πάροχο» της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, θεωρητικά αποτελεί ένα μέτρο το οποίο διασφαλίζει:
– το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή μέσα από τη χρήση των κουπονιών (vouchers)εκπαίδευσης
– τη βελτίωση των σχολείων, καθώς ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους για την προσέλκυση όλο και περισσότερων «καταναλωτών», συμμετέχουν σε ένα αγώνα δρόμου διεκδίκησης μαθητών, γεγονός που συμβάλει στη βελτίωση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρουν[1]
– τη δυνατότητα ενός παιδιού από μια υποβαθμισμένη γειτονιά να μετακινηθεί σε ένα δημόσιο σχολείο μιας καλύτερης γειτονιάς ή σε ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο από αυτό της γειτονιάς του, προκειμένου να κερδίσει τόσο από την ποιότητα της διδασκαλίας όσο και από τη φοίτηση μέσα σε ένα θετικό και αποτελεσματικό σχολικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από κουλτούρα «θετικής στάσης απέναντι στο σχολείο» και κλίμα «σχολικής επιτυχίας».
Προκειμένου λοιπόν να δούμε τα πράγματα στην πιο ρεαλιστική τους διάθεση και σε επίπεδο εφαρμοσμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, η επιλογή σχολείου σε συνδυασμό με την αξιολόγηση και την αποκέντρωση είναι τα μέτρα που αποτελούν μόνιμες σταθερές όλων σχεδόν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής σε πολλές αναπτυγμένες χώρες. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες στις οποίες έγιναν μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η Αγγλία, η Ουαλία, οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία. Είναι σαφές ότι η εκπαιδευτική πολιτική της κάθε χώρας έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και παραμέτρους, των οποίων η αναλυτική παρουσίαση ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου.
Παρόλα αυτά ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η χρηματοδοτική αποκέντρωση στην Αγγλία και την Ουαλία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και το κάθε σχολείο αναζητά πόρους για τη λειτουργία του πέραν των επιχορηγήσεων που δίνουν οι Δήμοι (LEA – Local Education Authorities). Στη Νέα Ζηλανδία η χρηματοδοτική αποκέντρωση έχει νομοθετηθεί και βρίσκεται στα πρώτα βήματα της πρακτικής εφαρμογής της με την τέως υπουργό παιδείας Maris O’ Rourke να θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι «θέμα χρήστη» για αυτό και η χρηματοδότηση των σχολείων πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Επιπροσθέτως, στις Η.Π.Α., η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση έχει ήδη ωριμάσει και μετά την οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου σχολείου με ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια έχουν εμφανισθεί νέες μορφές αποκέντρωσης/ ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, όπως τα ανάδοχα σχολεία (charter schools).
Σε κάθε περίπτωση, κοινός τόπος των παραπάνω μεταρρυθμίσεων είναι η αναδιανομή της εξουσίας ανάμεσα στο κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα σχολεία και τους γονείς μέσω της δημιουργίας μιας «εκπαιδευτικής αγοράς» και τη μετάλλαξη του ρόλου της εκπαίδευσης από δημόσια πολιτική σε ιδιωτική μέριμνα και ατομική υπόθεση. Ειδικότερα όμως, ο όρος «εκπαιδευτική αγορά» με την κλασική έννοια του όρου περιλαμβάνει το χώρο και τα μέσα όπου διασταυρώνονται οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης και οι εταίροι της συναλλαγής προσπαθούν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο κόστος με το μικρότερο όφελος, σύμφωνα με την βασική οικονομική αρχή της νεοκλασικής μικροοικονομικής προσέγγισης. Ταυτόχρονα, όμως, οι όποιες ανταλλακτικές τους πράξεις υπάγονται σε σχέσεις άνισης δύναμης που προκύπτει από τη διαφορετική κοινωνική τους θέση ή από τις καταστάσεις της συναλλαγής (Abercrombie – Hill – Turner, 1991:1).
Η παραγνώριση αυτών των άνισων σχέσεων δύναμης που συμπυκνώνονται στην ανταλλαγή οδηγεί σε μια απρόσωπη και φετιχιστική σχέση η οποία αποτελεί ουσιαστικά το θεμέλιο λίθο αυτού που αποκαλούμε «φονταμενταλισμό της αγοράς» (Zafirovski, 2007: 2775). Όμως, επειδή η εκπαιδευτική διαδικασία, ιδιαίτερα στις πρώτες βαθμίδες, καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κρατική παρέμβαση στην πραγματικότητα η εκπαιδευτική αγορά είναι μια «οιονεί αγορά» (quasi-market) (LeGrand and Barlett, 1993). Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι η εξατομίκευση της χρηματοδότησης των σχολείων, τα οποία καλούνται να προσελκύσουν γονείς που θα τα επιλέξουν για να φοιτήσουν τα παιδιά τους. Όμως, το πρόγραμμα των σχολείων, ο τρόπος αξιολόγησης μαθητών και εκπαιδευτικών, οι μέθοδοι διδασκαλίας καθορίζονται από το κράτος. Τελικά, αυτό που μένει στην νεοφιλελεύθερη παρέμβαση στην εκπαίδευση είναι η επιλογή σχολείου από τους γονείς, χωρίς την παρεμβολή κάποιων χωροταξικών σχεδίων με βάση τα οποία το παιδί τους θα εγγραφεί με κριτήριο την διεύθυνση της κατοικίας του σε συγκεκριμένο σχολείο (Levacic, 1995: 167· &. Whitty, Power and Halpin, 1998).
Υπό αυτή την έννοια, ο όρος ιδιωτικοποίηση (privatization) της εκπαίδευσης δεν περιγράφει στην ακρίβεια του το φαινόμενο της εισόδου αγοραίων λογικών και πρακτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Όπως παρατηρεί και οChitty (1992: 5) ο όρος ιδιωτικοποίηση στην οικονομία χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την απόδοση στον ιδιωτικό τομέα διαφόρων επιχειρήσεων όπως οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες, η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, φωταερίου, οι υπηρεσίες αποχέτευσης. Στην περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε το φαινόμενο της παραχώρησης σχολικών μονάδων σε ιδιώτες. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων, τα οποία χρηματοδοτούνται ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών που τα επιλέγουν.
Η Margaret Thatcher που εφάρμοσε την ιδέα των κουπονιών (vouchers) στο Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφει ανάγλυφα αυτή την πολιτική στα πολιτικά της απομνημονεύματα: «Εισαγάγαμε την ανοικτή εγγραφή, η οποία επέτρεψε στα δημοφιλή σχολεία να αναπτυχθούν. Η ανοικτή εγγραφή διεύρυνε τις επιλογές των γονιών και εμπόδισε τις τοπικές αρχές να θέτουν όρια στην ανάπτυξη των καλών σχολείων προκειμένου να κρατήσουν αποτυχημένα σχολεία ανοικτά. Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισής μας ήταν η χρηματοδότηση του σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή τον ακολουθούσαν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς ψήφιζαν ανάλογα με το σχολείο που επέλεγαν για το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι, προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή εκπαιδευτικού κουπονιού» (Thatcher 1993: 591)
Όπως γίνεται κατανοητό, η υπαγωγή του σχολείου στην ηγεμονία της λογικής και των πρακτικών της αγοράς έχει πολιτικές προεκτάσεις. Η κοινωνία των πολιτών μετατρέπεται σε κοινωνία καταναλωτών υπό την κυριαρχία μιας κοσμοαντίληψης όπου ο κόσμος ταυτίζεται με ένα αχανές supermarket. Μέσα σε αυτό τοsupermarket οι διεκδικήσεις αλλά και οι προσδοκίες των πολιτών για ένα αποτελεσματικότερο και καλύτερο κράτος πρόνοιας αντικαθίσταται από την καταναλωτική επιλογή στην οποία ρευστοποιούνται οι λειτουργίες των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων. Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής, ο όρος «λαός» αντικαθίσταται από μια γενικόλογη, και πολιτικά άχρωμη έννοια «πολίτες», στη βάση μιας ατομιστικής προσέγγισης των δικαιωμάτων του πολίτη η οποία, εκτός του ότι υπονομεύει την έννοια της κοινότητας, αποκρύπτει συνειδητά τους διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τις διακρίσεις που η κυρίαρχη κοινωνική ιεράρχηση διαμορφώνει με βάση τους ισχύοντες συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων.
Αναμφίβολα λοιπόν, ο αφηρημένος ιδεότυπος του «πολίτη» μέσα σε αυτόν τον κυρίαρχα πολιτικό λόγο, απομονώνεται από τους συμπολίτες του, δρα σε ανταγωνισμό μαζί τους και εμφανίζεται να «δικαιούται» αγαθά και υπηρεσίες που οι άλλοι με τις πράξεις του, είτε τού τα στερούν, είτε τον εμποδίζουν να τα οικειοποιηθεί και να τα απολαύσει. Έτσι για παράδειγμα οι απεργοί εκπαιδευτικοί στερούν το δικαίωμα της εκπαίδευσης από τους άλλους πολίτες, οι νόμοι ρυθμίζουν τη ροή και την κατανομή των μαθητικών εγγραφών στερούν το δικαίωμα της επιλογής σχολείου κ.ο.κ
2. Η επιλογή σχολείου διασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης;
Σε επίπεδο «κοινής» λογικής, κλίμα πολιτικής ρητορικής εντυπωσιασμού, καθώς και αφηρημένων νοητικών συλλογισμών η νεοφιλελεύθερη λογική της επιλογής σχολείου αρχικά τουλάχιστον κέρδισε οπαδούς. Στην πρακτική της εφαρμογή όμως, φάνηκε ότι οι πραγματικές κοινωνικές καταστάσεις διαφέρουν από τα ιδεατά υποθετικά σχήματα. Ο Wallford (2001) επισημαίνει ότι στην πράξη φάνηκε πολύ σύντομα ότι η αγορά μέσω των λειτουργιών της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορούσε να διασφαλίσει με αποτελεσματικότητα και σιγουριά την άνοδο της ποιότητας της εκπαίδευσης. Κι αυτό γιατί η επιλογή σχολείου δεν είναι το ίδιο με την επιλογή ξενοδοχείου ή μάρκας καφέ στο supermarket.
Αν κάποιος επιλέξει ξενοδοχείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες μπορεί την επόμενη ημέρα να πάει σε άλλο. Αν δεν του αρέσει ο καφές μπορεί να αλλάξει μάρκα ή καφενείο. Όμως, αν κάποιος διαλέξει σχολείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από την ποιότητα των σπουδών, δεν είναι εύκολο στη μέση της σχολικής χρονιάς να μετακινηθεί σε άλλο ή να αλλάξει με την ίδια ευκολία σχολικό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει ένα ολόκληρο σύστημα ανθρωπίνων σχέσεων.
Επίσης, η ποιότητα της εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν είναι κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό ούτε εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το φορέα που τη χορηγεί. Εξαρτάται, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, και από το μαθητή που «καταναλώνει» αυτές τις υπηρεσίες, από τη θέληση του, τη στάση του απέναντι στη γνώση, τις ικανότητές του, το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας του, το γνωστικό του υπόβαθρο, το «ατομικό φίλτρο» που διαθέτει η προσωπικότητά του.
Άλλωστε, και πέρα από την εκπαίδευση οι εγγυήσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών που μπορεί να παρέχει μια επώνυμη επιχείρηση, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Η επώνυμη επιχείρηση εγγυάται καλό επίπεδο υπηρεσιών. Ένα καλό ξενοδοχείο ή ένα καλό τουριστικό γραφείο μπορεί να εγγυηθεί την καλή ποιότητα του φαγητού, τον κλιματισμό, την καθαριότητα του δωματίου. Δεν μπορεί να εγγυηθεί τον καιρό και την ανυπαρξία ατυχημάτων που ενδεχομένως να καταστρέψουν το ταξίδι.
Δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο τουρίστας θα περάσει όμορφες στιγμές με την παρέα του, θα βρει ερωτικό σύντροφο, δεν θα τσακωθεί με τους φίλους του και δεν θα χωρίσει με τη σύζυγο του. Ανάλογα λοιπόν, το επώνυμο σχολείο μπορεί να εγγυηθεί τον καλό εξοπλισμό των αιθουσών και τους έμπειρους εκπαιδευτικούς, όχι όμως το ζήλο του μαθητή για μάθηση, τις ικανότητες του ή την ποιότητα των σχέσεων που θα έχει με τους συμμαθητές του, τα βιώματα που θα προκύψουν από αυτές, ότι δε θα έχει προβλήματα με τους συνομηλίκους του ή ότι δε θα υποστεί ερωτική απογοήτευση στη διάρκεια της φοίτησης κ.ο.κ Παράγοντες αστάθμητοι που όμως όσοι έχουν μπει σε σχολική τάξη ξέρουν ότι επηρεάζουν άμεσα την επίδοση του μαθητή.
Οι μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α. προσφέρουν ένα σημαντικό εμπειρικό υλικό που έχει διερευνηθεί ενδελεχώς και το οποίο μπορεί σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων, να δείξει με σαφήνεια αν η νεοφιλελεύθερη ρητορική επαληθεύτηκε. Οι Ball and Youdell (2011) σε μια πρόσφατη εργασία τους συνόψισαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε μια σειρά από χώρες. Κοινό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών δεν ήταν η βελτίωση της εκπαίδευσης μέσω του ανταγωνισμού των σχολείων. Ήταν η απορρύθμιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού και η τραγική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση.
Όμως, πέρα από την εξέταση του κατά πόσο συρρικνώθηκαν ή όχι οι δημόσιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες – κάτι που όχι μόνο δεν ενδιαφέρει αλλά αντίθετα αποτελεί και στόχο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής – έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε την νεοφιλελεύθερη πολιτική της επιλογής σχολείου και της συγκρότησης εκπαιδευτικής αγοράς με κριτήριο την ίδια την λογική της: πόσο δηλαδή αποτελεσματική είναι στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του σχολείου με όρους της κυρίαρχης παιδαγωγικής: της τεχνοκρατικής αντίληψης της διδασκαλίας σχετικά με τις επιδόσεις των μαθητών στις σταθμισμένες εθνικές εξετάσεις για το πέρασμα από την μια βαθμίδα στην άλλη ή στα πανεπιστήμια.
Άλλωστε, η ελεύθερη επιλογή σχολείου σε όλες τις χώρες που εφαρμόσθηκε δεν δημιούργησε τους όρους για την ανάπτυξη ποικιλίας στα σχολεία όσον αφορά το αναλυτικό πρόγραμμα, την παιδαγωγική ή την οργάνωση τους (Apple, 2002: 108). Έρευνες από την σκοπιά της αποτελεσματικότητας του σχολείου έχουν δείξει ότι οι επιδόσεις των μαθητών που μετακινήθηκαν από το σχολείο της γειτονιάς τους δεν βελτιώθηκαν θεαματικά (Witte, 2000). Ουσιαστικά, αυτές οι έρευνες επαναφέρουν στη συζήτηση περί αποτελεσματικότητας του σχολείου και της σχέσης σχολικού περιβάλλοντος και κοινωνικής προέλευσης των μαθητών, το απροσδόκητο εύρημα μιας παλιάς έρευνας του Davis (1966) το οποίο είχε αποκληθεί σχηματικά ως “the frog pond effect”: ορισμένοι δηλαδή από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους. Ουσιαστικά, ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή. Στην περίπτωση μάλιστα που ο μαθητής «μετακόμιζε» σε ένα σχολικό περιβάλλον με υψηλή ακαδημαϊκή κουλτούρα και συμμαθητές προερχόμενους από οικογένειες με μεγάλο μορφωτικό κεφάλαιο, χωρίς να παρεμβάλλονται διαφοροποιημένες μορφωτικές και διδακτικές στρατηγικές και πρακτικές, η επίδοση του αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε.
Η νεοφιλελεύθερη πρακτική της ελεύθερης επιλογής σχολείου έφερε αλλαγές και στον τρόπο με τον οποίο κινούνται τα σχολεία μέσα στην «εκπαιδευτική αγορά». Στο Ηνωμένο Βασίλειο η έκδοση εθνικών πινάκων (leaguetables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους, προκειμένου να ξέρουν οι γονείς ποια είναι τα καλά σχολεία, επέφερε την πόλωση των σχολείων.
Οι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και ανταγωνισμός των καλών σχολείων με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Για παράδειγμα τα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Ή σε άλλη περίπτωση, ένα δυσλεκτικό παιδί ή ένας ανήσυχος μαθητής με προβλήματα διάσπαση προσοχής ή ένας μαθητής με χωρισμένους γονείς και άλλα οικογενειακά προβλήματα, με κενά και άλλες μαθησιακές δυσκολίες, είναι «κακό μαντάτο» για το καλό σχολείο, κηλίδα που ο εκάστοτε διευθυντής θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί με κάθε πρόσφορο μέσο (Vulliamy and Webb, 2000). Αυτό τελικά που συνέβη στην πραγματικότητα, όπως περιγράφεται με συνοπτικό και απτό τρόπο από τον Vulliamy (2000), ήταν ότι η πραγματικότητα διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο που: «Αντί οι γονείς να επιλέγουν σχολεία, τα σχολεία επέλεγαν γονείς».
3. Επιλογή σχολείου και στρατηγική των κοινωνικών τάξεων.
Οι κοινωνικές τάξεις έχουν αναπτύξει διαφορετικές στρατηγικές στο ζήτημα της πολιτικής της επιλογής σχολείου. Ο Walberg (2007) μελετώντας το σύστημα των vouchers και των ανάδοχων σχολείων (charterschools) στις Η.Π.Α. επισήμανε ότι η επιλογή σχολείου είναι ένα μέτρο που όχι μόνο δεν έχει ενώσει, απεναντίας έχει προκαλέσει διχαστικές τομές στα δύο μεγάλα κόμματα. Για παράδειγμα στο Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της επιλογής σχολείου σαν το μέτρο εκείνο που υλοποιεί πλήρως την εισαγωγή της λογικής της αγοράς στα σχολεία.
Όμως, απέναντι σε αυτό το μέτρο τα συντηρητικά μεσαία στρώματα που ψηφίζουν το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων στέκονται επιφυλακτικά αφού η εφαρμογή του ανοίγει την αίθουσα της σχολικής τάξης του παιδιού τους σε παιδιά Λατίνων και Αφροαμερικανών οι οποίοι θα θελήσουν να επωφεληθούν από αυτό το μέτρο. Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος των Η.Π.Α. οι Λατίνοι και Αφροαμερικανοί ψηφοφόροι βλέπουν θετικά το μέτρο που θα τους επιτρέψει να έχουν τα παιδιά τους τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε σχολεία καλύτερων περιοχών. Όμως, την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος, τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών τάσσονται εναντίον αυτού του μέτρου καθώς απειλεί τις εργασιακές τους σχέσεις.
Η επιλογή σχολείου, όπως δείχνει τόσο η εμπειρία αλλά και οι έρευνες στις χώρες που εφαρμόσθηκε το μέτρο, δεν αφορά τελικά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στην ουσία απευθύνεται κυρίως στα μεσαία στρώματα αφού τα ανώτερα στρώματα απευθύνονται εξ αρχής σε μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Όπως έχει παρατηρήσει και ο Apple(2002: 110) οι αγορές στην εκπαίδευση είναι μια συνισταμένη της προσπάθειας του κεφαλαίου να ιδιωτικοποιήσει μέρος της δημόσιας σφαίρας προκειμένου να βρει νέα πεδία κερδοφορίας. Όμως, αυτή η προσπάθεια βρίσκει σύμμαχους στα μεσαία στρώματα τα οποία παραδοσιακά αρνούνται ή «ξεχνούν» την ταξική τους καταγωγή και την κοινωνική τους προέλευση προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλάξουν τους κανόνες του ανταγωνισμού στην εκπαίδευση λόγω της αυξημένης ανασφάλειας που αισθάνονται για το μέλλον των παιδιών τους.
Το οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο των μεσαίων στρωμάτων μπορεί αρκετά εύκολα να μετατραπεί σε μορφωτικό στην περίπτωση της λειτουργίας των σχολείων με όρους αγοράς. Οι γονείς από τα μεσαία στρώματα έχουν πιο ευέλικτα ωράρια, διαθέτουν αυτοκίνητα ή μπορούν οικονομικά να συνδράμουν στην περίπτωση μεταφοράς του παιδιού τους με σχολικά λεωφορεία, έχουν κοινωνικό δίκτυο που τους επιτρέπει την άντληση πληροφοριών σχετικά με τα σχολεία και την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέρθουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες ενός σχολείου με συχνές εκδρομές, κατασκηνώσεις, πολιτιστικές πρωτοβουλίες κ.λπ. Η συγκέντρωση πολλών παιδιών από τα μεσαία στρώματα σε ένα δημόσιο σχολείο δημιουργεί τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει το σχολείο σε αυτό το μοτίβο.
Πέρα όμως από το ζήτημα της ποιότητας της λειτουργίας του σχολείου, η επιλογή σχολείου παίζει και έναν άλλο ρόλο. Σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης και επιδείνωσης των εισοδημάτων των μεσαίων στρωμάτων, η πολιτική της επιλογής σχολείου αφενός μεν παρέχει τη δυνατότητα φοίτησης των παιδιών των μεσαίων στρωμάτων σε σχολεία χωρίς μετανάστες ή «ειδικές» κατηγορίες μαθητικού πληθυσμού (ρομά, παιδιά μεταναστών κ.λπ.) και αφετέρου ενδυναμώνει πρακτικά τη νεοφιλελεύθερη ρητορική της μη υποχρέωσης καταβολής φόρων σε αναποτελεσματικά δημόσια σχολεία. Πρόκειται για τη «γεμάτη φοβίες» ή «φοβική» μεσαία τάξη (fearful middle class), όπως την έχουν περιγράψει οι Ball and Vincent (2001), η οποία ελπίζει ότι μέσω της επιλογής σχολείου μπορεί να επιτύχει:
– τη φοίτηση των παιδιών της σε ένα σχολικό περιβάλλον που θα προσιδιάζει σε μια «φαντασιακή κοινότητα» της πειθαρχίας, της αριστείας, της εθνικής ομοιογένειας που δυστυχώς έχει πια χαθεί.
– την ταξική απόδραση έστω και με φαντασιακό τρόπο καθώς αν δεν μπορεί να αλλάξει γειτονιά και να πραγματοποιήσει ανοδική κοινωνική κινητικότητα μπορεί τουλάχιστον να στείλει το παιδί του σε ένα καλό σχολείο το οποίο θα αποτελέσει και το όχημα για διαγενεακή ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
4. Επιλογή σχολείου: όψεις της ελληνικής πραγματικότητας
Στη χώρα μας, οι μαθητές εγγράφονται στο σχολείο με βάση τη διεύθυνση της κατοικίας τους. Υπάρχει το Π.Δ. 104/79 που στο άρθρο 15 ρυθμίζει τον τρόπο μετεγγραφής σε άλλο σχολείο πέρα από εκείνο στο οποίο πρέπει να εγγραφεί ο μαθητής με βάση την διεύθυνση της κατοικίας του. Έτσι στο άρθρο 15 προβλέπεται ότι προκειμένου να πάρει μεταγραφή ένας/ μια μαθητής/ – τρια πρέπει να πιστοποιεί με επίσημα έγγραφα:
α) Ότι ο μαθητής μετώκησεν εις απόστασιν καθιστώσαν αδύνατον ή εξαιρετικώς δυσχερή την φοίτησιν του εις το εξ ου η μετεγγραφή Γυμνάσιον ή Λύκειον.
β) Ότι η μετεγγραφή επιδιώκεται προς φοίτησιν εις σχολείον ετέρας κατευθύνσεως ή εις τμήμα ετέρας κατευθύνσεως μη υφισταμένης εις το εξ ου η μετεγγραφή σχολείον.
γ) Ότι ο μαθητής ημερησίου Γυμνασίου ή Λυκείου ήρξατο εργαζόμενος προς βιοπορισμόν κατά την ημέραν και ως εκ τούτου έχει ανάγκην μετεγγραφής εις εσπερινόν Γυμνάσιον ή Λύκειον.
δ) Ότι ο μαθητής Εσπερινού Γυμνασίου ή Λυκείου έπαυσεν εργαζόμενος βιοποριστικώς την ημέραν και αιτείται την μετεγγραφήν του εις ημερήσιον Γυμνάσιον ή Λύκειον.
ε) Ότι ο μαθητής απέκτησεν, κατά τας κειμένας διατάξεις, δικαίωμα φοιτήσεως εις Πρότυπον ή Πειραματικόν Σχολείον.
Από τη νομοθεσία λοιπόν βλέπουμε ότι ουσιαστικά δεν επιτρέπεται η επιλογή σχολείου. Από την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου όμως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν τρεις κατά κανόνα στρατηγικές στην επιλογή σχολείου στην ελληνική κοινωνία:
α) όταν οι γονείς δηλώνουν ψευδή διεύθυνση κατοικίας (μέσω των λογαριασμών ΔΕΚΟ κλπ) προκειμένου να εγγραφούν σε σχολείο που γεωγραφικά αντιστοιχεί σε άλλη περιοχή
β) όταν επιλέγουν τα πειραματικά σχολεία (μέσω κλήρωσης) και όπως όλα δείχνουν σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο μέσω εισιτήριων εξετάσεων
γ) όταν επιλέγουν ευθέως ιδιωτικό σχολείο είτε αναλόγως του βαλαντίου τους είτε συμμετέχοντας στα προγράμματα υποτροφιών – χορηγιών που τα ιδιωτικά σχολεία προσφέρουν.
Σύμφωνα λοιπόν με την εμπειρία μας, φαίνεται ότι στην ελληνική κοινωνία λειτουργούν και οι τρεις από τους παραπάνω εναλλακτικούς τρόπους είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Για παράδειγμα ενδημούν αφανείς πρακτικές όπου οι γονείς δηλώνουν διαφορετική διεύθυνση κατοικίας προκειμένου να αποφύγουν το σχολείο της γειτονιάς αν αυτό δεν τους αρέσει. Άλλοι απευθύνονται στα πειραματικά σχολεία, τα οποία μέχρι πρόσφατα επέλεγαν τους μαθητές με κλήρωση, ενώ αναμένεται να εφαρμοστεί στην πράξη ο νέος νόμος που δημιουργεί προϋποθέσεις εισιτηρίων εξετάσεων. Τέλος, υπάρχει και το 7% περίπου του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία.
Δεδομένης της ανυπαρξίας του μέτρου της επιλογής σχολείου έχει σημασία να εξετάσουμε για ποιο λόγο επιλέγει κάποιος γονιός το ιδιωτικό σχολείο προκειμένου να φοιτήσει εκεί το παιδί του. Η επιλογή αυτή μπορεί ουσιαστικά να αφορά λιγότερο από το 10% του μαθητικού πληθυσμού, ωστόσο η «συμβολική» αξία του πληθυσμού αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλη αφού μέσω των μεγάλων κυρίως ιδιωτικών σχολείων αναπαράγεται μια κρίσιμη κοινωνική κατηγορία η οποία συγκροτεί ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής elite.
Επισημαίνουμε ότι για λόγους που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα, μας ενδιαφέρουν όχι οι γονείς από τα μεγαλοαστικά στρώματα, αλλά γονείς από τη μεσαία τάξη και κυρίως αυτοί που μένουν σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας και προσπαθούν να αποφύγουν την φοίτηση του παιδιού τους στο σχολείο της γειτονιάς τους. Έτσι, σε μικρής κλίμακας έρευνα που επικαιροποιήσαμε [2] στην περιοχή της Κυψέλης και των Πατησίων, σε περιορισμένο δείγμα γονιών που επιλέγουν ιδιωτικά σχολεία προκειμένου να φοιτήσουν τα παιδιά τους, εμφανίζονται με την εξής σειρά οι τρεις κυριότεροι λόγοι επιλογής ιδιωτικού σχολείου:
Οι τρεις πρώτοι λόγοι επιλογής ιδιωτικού σχολείου: %
δεν γίνονται απεργίες και καταλήψεις
δε φοιτούν αλλοδαποί/παλλινοστούντες μαθητές
χρήσιμες γνωριμίες
100
96
95
Έρευνα: Διερεύνηση των λόγων επιλογής του ιδιωτικού σχολείου με ερωτηματολόγιο.
Δείγμα: 82 γονείς των οποίων τα παιδιά φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία
Περίοδος: 2007
Περιοχή: Κυψέλη, Πατήσια
Στην Ελλάδα ο χώρος της ιδιωτικής εκπαίδευσης δεν μελετηθεί ενδελεχώς. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συστηματικές μελέτες και έρευνες πάνω στα κίνητρα επιλογής του ιδιωτικού σχολείου με αποτέλεσμα τα όσα γνωρίζουμε να προέρχονται από εμπειρικές αναφορές ή από τη συλλογή και την αξιολόγηση στοιχείων, πολλές φορές αντιφατικών και επιστημονικά μη αξιόπιστων, αφού η εικόνα των ιδιωτικών σχολείων ποικίλει και εμφανίζει σημαντικό βαθμό ανομοιογένειας.
Είναι λοιπόν σαφές ότι για το λόγο αυτό δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ένα «κλειστό κατάλογο» κριτηρίων επιλογής, αφού το φαινόμενο «ιδιωτικά σχολεία» μεταλλάσσεται παράλληλα με μεταβολές στοιχείων, όπως η κοινωνική και ταξική δομή, οι μεταρρυθμίσεις και οι επιμέρους αλλαγές στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής, η οικονομική συγκυρία, οι νοοτροπίες και τα κοινωνικά στερεότυπα, ο βαθμός της οικονομικής ύφεσης.
Στην παρούσα φάση, επιχειρώντας να σταχυολογήσουμε ορισμένους από τους βασικούς λόγους επιλογής του ιδιωτικού σχολείου, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε σε κίνητρα όπως «η αίσθηση του ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος», «η φύλαξη πέραν του σχολικού ωραρίου», η «ανάληψη της μετακίνησης προς και από το σχολείο», οι «εξωσχολικές δραστηριότητες» (extra curricular activities) «η εκμάθηση των ξένων γλωσσών», «τα εκπαιδευτικά ταξίδια, οι εκπαιδευτικές ανταλλαγές και τα εκπαιδευτικά προγράμματα», «η έλλειψη αλλοδαπών / παλιννοστούντων μαθητών», η «μη απώλεια ωρών λόγω απεργιών ή καταλήψεων», «η ύπαρξη λογοδοσίας του εκπαιδευτικού προσωπικού προς τη διεύθυνση», «η απαλλαγή από διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών (απεργίες, καταλήψεις) οι οποίες εμποδίζουν τη ροή της εκπαιδευτικής διαδικασίας».
Σε αρκετές περιπτώσεις, το ιδιωτικό σχολείο λύνει το πρόβλημα της μετακίνησης, φύλαξης και παραμονής των παιδιών σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, κυρίως για τους γονείς που εργάζονται με φορτωμένα ωράρια.
Παρ’ όλο που πολλοί μιλούν για το επίπεδο σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι μαθητές τους ούτε τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα αποφεύγουν, ούτε οι πρωτιές στα ΑΕΙ ανήκουν σε αυτούς. Στα ολιγάριθμα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία, εκτός από τα προαναφερόμενα, παίζουν ρόλο και άλλα κίνητρα τα οποία συνδέονται με παράγοντες όπως η οικογενειακή παράδοση, το περιεκτικό «πολιτισμικό περιβάλλον» του σχολείου, το κεφάλαιο των κοινωνικών και δημόσιων σχέσεων, οι προοπτικές μετά την αποφοίτηση και οι απευθείας σπουδές στο εξωτερικό, ενώ μπορείς να συναντήσεις ακόμα και «νεο-ελιτίστικες» νοοτροπίες που επιδιώκουν τη συμμετοχή σε τέτοιους χώρους για λόγους κοινωνικού γοήτρου. Δεν είναι λίγα άλλωστε τα μεγάλα σχολεία που διαφημίζουν τους αποφοίτους τους, οι οποίοι σήμερα διακρίνονται στην πολιτική, στα γράμματα και την επιχειρηματική ζωή, με στόχο να προσελκύσουν πελάτες.
Συζήτηση
Συμπερασματικά το φαινόμενο της επιλογής σχολείου, εκτός από τα παραδοσιακά υψηλά κοινωνικό – οικονομικά στρώματα τα οποία καταφεύγουν στα ιδιωτικά σχολεία λόγω παράδοσης και οικογενειακής στρατηγικής φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους γονείς από τα χαμηλής κοινωνικό οικονομικής προέλευσης στρώματα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η προσδοκία μια καλύτερης παιδείας γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσα από την παροχή φροντιστηριακής εκπαίδευσης είτε στο επίπεδο των ξένων γλωσσών, είτε στο επίπεδο της προετοιμασίας για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Αντίθετα η το ζήτημα της επιλογής ενός ιδιωτικού σχολείου μοιάζει να αποτελεί είτε εξω-πραγματική προσδοκία, είτε «άπιαστο όνειρο» άρα και των εκ των πραγμάτων μη αντικείμενο προβληματισμού και αναζήτησης.
Η εμπειρική διερεύνηση αποδεικνύει επίσης ότι το ζήτημα της επιλογής σχολείου δεν φαίνεται επίσης να απασχολεί σε μεγάλη έκταση τους μαθητές και τις οικογένειες της επαρχίας. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί απουσιάζει η πραγματικότητα της σχολικής ιδιωτικής εκπαίδευσης, είτε γιατί τα δημόσια σχολεία δεν αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά προβλήματα όπως τα σχολεία στα αστικά κέντρα (ύπαρξη αλλοδαπών μαθητών, νεανική παραβατικότητα, η μαζικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα σε απρόσωπα σχολεία «μαμούθ» κ.ο.κ)
Το ζήτημα της επιλογής σχολείου, φαίνεται να απασχολεί κυρίως τις οικογένειες που προέρχονται από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα τα οποία διευθετούν την απαίτηση αυτή είτε με την επιλογή του ιδιωτικού σχολείου, είτε με την επιλογή ενός πειραματικού δημόσιου, είτε ακολουθώντας τη μέθοδο των ψευδών στοιχείων για «μετακόμιση» σε γειτονικά σχολεία.
Κατά κανόνα το ζήτημα του δικαιώματος της επιλογής, φαίνεται να αφορά κυρίως τα στρώματα εκείνα που δυσφορούν με τις πραγματικά αντίξοες συνθήκες των σχολείων των υποβαθμισμένων περιοχών (κυρίως στο κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων ή εκεί που υπάρχει υψηλός βαθμός πολύ-πολιτσμικότητας) και θέλουν πάση θυσία τα παιδιά τους να μη φοιτήσουν εκεί. Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη κατηγορία η οποία για δικούς της λόγους αποφεύγει να ταυτίζεται με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα καλλιεργώντας για τον εαυτό της τη συλλογική φαντασίωση του «ανήκειν» σε μια ανώτερη θέση στην πυραμίδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Επιπροσθέτως, η κατηγορία αυτή διατηρεί την προσδοκία ανάπτυξης ανοδικής κινητικότητας διαμορφώνοντας απέναντι στην επιλογή σχολείου μια καθαρά ωφελιμιστική και «εργαλειακή» τάση αφού πιστεύει ότι το σχολείο είναι το μόνο μέσο για να σταδιοδρομήσουν τα μέλη της και να υπερβούν τα όρια της κοινωνικής τους προέλευσης και καταγωγής.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Abercrombie, N. – Hill, S. – Turner, B. (1991) Λεξικό Κοινωνιολογίας (μτφρ. Α. Κάντας & Σ. Κάντας – επιμ. Π. Τερλεξής). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Apple, M. (2002) Εκσυγχρονισμός και Συντηρητισμός στην Εκπαίδευση (μτφρ. Μ. Δεληγιάννη). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Ball, S. and Vincent, C. (2011) New Class Relations in Education: the Strategies of the “Fearful” Middle Classes. In Demaine, J. (ed.) Sociology of education today. London: Palgrave.
Ball, St. and Youdell, D. (2011) H κρυφή ιδιωτικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση (μτφρ. Β. Παππή – επιμ. Γ. Γρόλλιος). Αθήνα: ΙΠΕΜ – ΔΟΕ.
Bartlett, W. (1993) Quasi-markets and educational reforms. In J. Le Grand and W. Bartlett (eds) Quasi-markets and Social Policy. London: Macmillan.
Benn, C and Chitty, C. (1997) Thirty Years On. London: Penguin Books.
Bourdieu, P (1998) Αντεπίθεση πυρών (μτφρ. Κ. Διαμαντάκου). Αθήνα: Πατάκης.
Chitty, C. (1992) The education system transformed. Chortlon: Baseline books.
Davis, J. (1966) ‘‘The Campus as a Frog Pond: An Application of the Theory of Relative Deprivation to Career Decisions of College Men.’’ American Journal of Sociology 72(1):17-31.
Dixon, K. (2001) Οι ευαγγελιστές της αγοράς (μτφρ. Κ. Διαμαντάκου). Αθήνα: Πατάκης.
Klein, N. (2010) Το Δόγμα του Σοκ (μτφρ. Α. Φιλλιπάτος). Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη.
Levacic (1995) Local Management of Schools: Analysis and Practice. Buckingham: Open University Press.
Thatcher, M. (1993) The Downing Street Years. London: Harper Collins.
Vulliamy, G. (2000) New Labour and school exclusions: excluding sociology or a sociology of exclusions?Professorial Inaugural Lecture (Department of Educational Studies, University of York).
Walberg, H. (2007) School choice. The findings. Washington, D.C.: Cato Institute.
Walford, G. (2001) ‘Does the market ensure quality?’ Westminster Studies in Education. 24, 1: 23-33.
Whitty G., Power, S. and Halpin, D. (1998) Devolution and Choice in Education: The school, the state and the market. Buckingham: Open University Press.
Witte, J. (2000) The market approach to education. An analysis of America’s first voucher program. Princeton University Press.
Zafirovski, M. (2007) Markets. In George Ritzer (ed.) The Blackwell Encyclopedia of Sociology. Oxford: Blackwell Publishing.
[1] (πιο αναλυτικά για το νεοφιλελευθερισμό βλ. Bourdieu, 1998· Dixon, 2001· και μια νεώτερη αποτίμηση των κοινωνικών συνεπειών του στο Klein, 2010) [2] Βλ. Φωτόπουλος, Ν (2002) «Ιδιωτικά Σχολεία, Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή Ιδρύματα με εκπαιδευτικό και πολιτιστικό προσανατολισμό», Aθήνα: Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. σελ.Πηγή: alfavita.gr