Για το σκηνικό που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ στη χώρα του και παγκόσμια μίλησε ο διάσημος αμερικάνος διανοητής Νόαμ Τσόσκι στην συνέντευξη που παραχώρησε στον πολιτικό αναλυτή Χρόνη Πολυχρονίου και στο truthout.org. Ο Καθηγητής Τσόμσκι μοιράζεται τις σκέψεις του για τις επιπτώσεις της βραχείας επικράτησης του Τζο Μπάιντεν και την πολιτική αντοχή του απερχόμενου προέδρου Τραμπ, παρά την εκλογική ήττα του, καθώς και για τα επόμενα βήματα που θεωρεί ότι πρέπει να ακολουθήσει η αμερικανική αριστερά, υπογραμμίζοντας ότι «η εκλογή δεν είναι ποτέ το τέλος αλλά μόνο μια αρχή».
Αν και ο Μπάιντεν κέρδισε τις εκλογές, οι προσδοκίες των Δημοκρατικών σε ψήφους δεν εκπληρώθηκαν και είναι ξεκάθαρο ότι θα συνεχίσει ένας ισχυρός “Τραμπισμός”. Δεδομένου ότι ήσαστε δύσπιστος σχετικά με τις δημοσκοπήσεις από την πρώτη μέρα, τι πιστεύετε συνετέλεσε στη μεγάλη μεταστροφή υπέρ του Τραμπ, ακόμη κι αν ο Μπάιντεν προέβλεπε μια ακόμη μεγαλύτερη; Ή για να θέσω την ερώτηση καλύτερα, γιατί η μισή χώρα συνεχίζει να υποστηρίζει έναν επικίνδυνο τσαρλατάνο ηγέτη με τέτοια φρενίτιδα;
– Το ότι θεωρήθηκε ένας σοβαρός υποψήφιος αφού σκότωσε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανών στην κάκιστη διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 είναι από μόνο του τρομερή νίκη για τον Τραμπ και ήττα για την ίδια τη χώρα, για τον κόσμο και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Κάποιες από τις νίκες του Τραμπ σε επίπεδο πολιτειών είναι πολύ αποκαλυπτικές. Μία μελέτη στο NPR αναλύει τη φετινή νίκη του σε μια κομητεία στα σύνορα Τέξας-Μεξικού, η οποία δεν είχε ψηφίσει Ρεπουμπλικάνο εδώ και έναν αιώνα, από την εποχή του Χάρντινγκ. Ο αναλυτής, λοιπόν, του NPR καταλογίζει την ήττα αυτή του Μπάιντεν στη διάσημη “γκάφα” του στο τελευταίο ντιμπέιτ, στο οποίο είπε ότι “πρέπει να λάβουμε δράση για να σωθεί ανθρώπινη κοινωνία στο εγγύς μέλλον”. Φυσικά δεν ήταν τα λόγια του αυτά το πρόβλημα, αλλά το τι σημαίνανε: ότι πρέπει να γίνουν κινήσεις για να απομακρυνθούμε από τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία όμως είναι πυλώνας της τοπικής αυτής κοινωνίας. Είτε η ραγδαία αυτή μεταβολή οφείλεται σε αυτόν το λόγο είτε σε κάποιον άλλο από τα κολοσσιαία οργανωτικά σφάλματα των Δημοκρατικών, το γεγονός ότι το αποτέλεσμα αποδίδεται στη συγκεκριμένη “γκάφα” είναι ενδεικτικό της αποσύνθεσης του κυρίαρχου πολιτισμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, θεωρείται σοβαρό σφάλμα να υπονοεί κανείς ότι πρέπει να δράσουμε για να αποφύγουμε τον καταστροφή του κόσμου.
Η εργατική τάξη που βρίσκεται στα σύνορα δεν ψηφίζει με γνώμονα τις απολύτως προβλεπόμενες συνέπειες της διακυβέρνησης Τραμπ. Απλώς είναι δύσπιστη με τις επιταγές τις επιστήμης. Το 60% των συντηρητικών Ρεπουμπλικάνων (35% των κεντρώων Ρεπουμπλικάνων) πιστεύουν ότι οι άνθρωποι δεν επηρεάζουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου την υπερθέρμανση του πλανήτη. Μια δημοσκόπηση στο Science αναφέρει πως μόνο το 20% των Ρεπουμπλικάνων εμπιστεύεται τους επιστήμονες “αρκετά ώστε να κάνει αυτό που είναι σωστό για τη χώρα”. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουν στις δυσοίωνες προβλέψεις; Αυτά, άλλωστε ήταν τα μηνύματα με τα οποία βάλλονταν κάθε μέρα από το Λευκό Οίκο και από τα φερέφωνα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η εργατική τάξη από το Νότιο Τέξας πιθανώς δεν είναι έτοιμη να θυσιάσει τη ζώη της και τη σημερινή της κοινότητα βάσει ισχυρισμών μιας “ελίτ” τάξης την οποία έχει μάθει να μην εμπιστεύεται. Αυτές οι κοινωνικές τάσεις δεν αποδίδονται μόνο στην κακοβουλία του Τραμπ. Έχουν τις ρίζες τους στην αποτυχία του Δημοκρατικού Κόμματος να παρουσιάσει στους πολίτες ένα σοβαρό πρόγραμμα αποτροπής της περιβαλλοντικής καταστροφής που ταυτόχρονα βελτιώνει τις υπάρχουσες συνθήκες ζωής και εργασίας. Όχι επειδή τέτοια προγράμματα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν. Αλλά επειδή δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά στους «χορηγό-κατευθυνόμενους» νεοφιλελεύθερους απογόνους του Κλίντον που διοικούν το Δημοκρατικό Κόμμα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Τραμπ έχει αποδειχτεί πολιτική ιδιοφυΐα στο να πολώνει την αμερικάνικη κοινωνία τροφοδοτώντας επικίνδυνες δογματικές απόψεις που συνεχίζουν να υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια. Έχει καλλιεργήσει και οξύνει τις πεποιθήσεις της υπεροχής των λευκών, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, πεποιθήσεις που έχουν βαθιές ρίζες στην αμερικάνικη ιστορία και τώρα έχουν επιδεινωθεί εξαιτίας του φόβου ότι “οι άλλοι” θα επικρατήσουν στη “δική μας” χώρα εφόσον η αριθμητική υπεροχή των λευκών σταθερά συρρικνώνεται. Και η ανησυχία είναι βαθιά. Μία αξιόπιστη μελέτη από τον πολιτικό επιστήμονα Λ. Μπαρτέλς αποκάλυψε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι νιώθουν ότι “ο παραδοσιακός αμερικάνικος τρόπος ζωής εξαφανίζεται τόσο γρήγορα που μπορεί να χρειαστεί να ασκήσουν βία για να τον επαναφέρουν” και περισσότερο από το 40% συμφωνεί ότι “θα έρθει η στιγμή όπου οι πατριώτες Αμερικάνοι θα πρέπει να πάρουν το νόμο στα χέρια τους”.
Ο Τραμπ, επίσης, με μαεστρία, τροφοδότησε το θυμό και την οικονομική δυσαρέσκεια στην εργατική και στη μεσαία τάξη που βιώνει τις συνέπειες του δικομματικού νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 40 χρόνια. Έχουν λόγο να πιστεύουν ότι τους λήστεψαν. Πρόσφατες εκτιμήσεις της Rand Corporation δείχνουν ότι τις 4 αυτές νεοφιλελεύθερες δεκαετίες υπήρξε μεταφορά πλούτου 47 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων από το κατώτερο 90% στους πολύ πλούσιους! Καθόλου μικρή αλλαγή. Και πιο συγκεκριμένα η μεταφορά αυτή του πλούτου πήγε σε ένα πολύ μικρό ποσοστό των πλουσίων. Από την εποχή του Ρήγκαν, το πιο πλούσιο 0,1% διπλασίασε το μερίδιο του στον πλούτο της χώρας συγκεντρώνοντας το 20%.
Αυτή η εξέλιξη δεν οφείλεται σε αρχές οικονομικής θεωρίας ή σε νόμους της ιστορίας αλλά σε εσκεμμένες πολιτικές αποφάσεις. Όταν το κέντρο των αποφάσεων παύει να είναι η κυβέρνηση (“η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα”, όπως είχε πει ο Ρήγκαν) αυτό το κέντρο δεν εξαφανίζεται. Μετακυλίεται στα χέρια των επιχειρήσεων, οι οποίες “καθοδηγούνται μόνο από απληστία” (όπως είπε ο νεοφιλελεύθερος γκουρού της οικονομίας Μίλτον Φρίντμαν). Με τέτοιους κανόνες, τα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα.
Εκτός από τη “ληστεία” αυτή, λοιπόν, των σχεδόν 50 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η παγκόσμια οικονομία έχει δομηθεί έτσι ώστε από τη μία, να δημιουργεί ανταγωνισμό ανάμεσα στην αμερικάνικη εργατική τάξη και σε εκείνους από χώρες με χαμηλούς μισθούς και χωρίς εργατικά δικαιώματα και από την άλλη, να εξασφαλίζει για τους πλούσιους απόλυτη προστασία από τις δυνάμεις της αγοράς, όπως για παράδειγμα με τους ακραίους περιορισμούς περί πνευματικών δικαιωμάτων. Και πάλι, όμως, οι συνέπειες αυτού του διμερούς εγχειρήματος δεν αποτελούν έκπληξη.
Η λιγότερο μορφωμένη τάξη μπορεί να μη γνωρίζει λεπτομέρειες ή να μην καταλαβαίνει τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για να υπονομεύσουν τη ζωή τους, αλλά βλέπει το αποτέλεσμα. Οι Δημοκρατικοί δεν τους προσφέρουν απολύτως τίποτα. Εγκατέλειψαν καιρό τώρα την εργατική τάξη. Ο Τραμπ από την άλλη, αν και βλάπτει ακόμη περισσότερο από τους αντιπάλους του την τάξη αυτή, επικρίνει τις ανώτερες τάξεις, ενώ ταυτόχρονα φυσικά, δουλικά, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και των οικονομικά ισχυρότερων, με τη διακυβέρνησή του και το νομοθετικό πρόγραμμα που ακολούθησε.
Εκτός από τη σταδιακή απομάκρυνση από την όποια φιλοπεριβαλλοντική δράση και τους δεξιούς δικηγόρους με τους οποίους γέμισε τα δικαστήρια από πάνω μέχρι κάτω, η μεγαλύτερη επιτυχία της διοίκησης Τραμπ-Μακ Κόνελ ήταν η φορολογική απάτη του 2017: «μία καθυστερημένη αύξηση φόρων καμουφλαρισμένη ως μείωση», εξηγεί ο οικονομολόγος Στίγκλιτς. Η διοίκηση Τραμπ έχει ένα μικρό βρώμικο μυστικό: Η αύξηση των φόρων δεν είναι απλώς ένα σχέδιό. Η αύξηση έχει ήδη υπογραφεί, σφραγιστεί και παραδοθεί, θαμμένη στις σελίδες του νομοσχεδίου του 2017 “Tax Cuts and Jobs Act”.
Το νομοσχέδιο σχεδιάστηκε με προσοχή ώστε να μειώσει τους φόρους αρχικά και “να ρίξει στάχτη στα μάτια” των Αμερικανών, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι οι φόροι τους μειώνονται και σταδιακά να τους αυξήσει, εξασφαλίζοντας ότι οι νέες αυξήσεις θα επηρέαζαν όλους εκτός από τους οικονομικά ισχυρότερους. Ο συντελεστής φορολογίας αυξάνεται το 2021 σε σχέση με το 2019 για όλους τους φορολογούμενους με ετήσια εισοδήματα κάτω των 75.000$ (περίπου το 65% των φορολογούμενων πολιτών). Είναι το ίδιο κόλπο «φορολογικών μειώσεων» το οποίο χρησιμοποίησε ο George W. Bush το 2001, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών.
Τι θα συμβεί εάν ο Τραμπ αρνηθεί να δεχτεί τη νίκη του Μπάιντεν και προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο; Και όταν οι δικηγόροι και η εθνοφρουρά τελειώσουν, είναι έστω και ελάχιστα πιθανό να περιέλθει η χώρα σε εφαρμογή στρατιωτικού νόμου;
– Μια μη εμπεριστατωμένη εικασία είναι ότι δε θα συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά είναι μια άποψη, χωρίς βάση και αξιοπιστία. Ο Τραμπ έχει ισχυρά κινητρα – ίσως και το προσωπικό του μέλλον – να κρατηθεί στην εξουσία με οποιοδήποτε μέσο. Δεν ζούμε στην εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος αν και είχε βάσιμους λόγους να αμφισβητεί τη νομιμότητα των εκλογών που έχασε το 1960, είχε την αξιοπρέπεια να βάλει το καλό της χώρας πάνω από τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Ο Ντοναλντ Τραμπ δεν είναι το ίδιο. Και η (ρεπουμπλικανική) οργάνωση που σέρνεται στα πόδια του δεν έχει καμία σχέση με το (ρεπουμπλικανικό) πολιτικό κόμμα 60 χρόνια πριν.
Ο Τραμπ έχει δύο μήνες ακόμη να στρέψει την καταστροφική του δύναμη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, την ίδια καταστροφική δύναμη που υποβάθμισε τις Η.Π.Α., έβλαψε ολόκληρο τον κόσμο και απείλησε σοβαρά το μέλλον του κόσμου. Δύσκολο να αγνοήσεις την κλίση του να καταστρέψει με οποιοδήποτε κόστος ο, τιδήποτε δεν δημιούργησε ο ίδιος. Μπορεί να αποφασίσει να τα παίξει όλα για όλα.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα της αριστεράς;
– Για την αριστερά οι εκλογές είναι μια μικρή παρένθεση στο πλαίσιο της αληθινής πολιτικής ζωής, μια στιγμή να αναρωτηθείς αν αξίζει να ψηφίσεις. Συνήθως κατά, όχι υπέρ. Το 2020 η επιλογή ήταν ξεκάθαρη, για λόγους που δεν αξίζει να αναφερθούν. Από δω και πέρα πρέπει να ανασκουμπωθεί. Μετά την απομάκρυνση του Τραμπ, βασικό μέλημα της αριστεράς είναι να προχωρήσει μπροστά για να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο μακριά από ουτοπίες.