Αλέκος Κοντόπουλος : Εκφραστής των χρωμάτων και της ζωής
Σε λίγες μέρες οι «Πολιτιστικές συναντήσεις Αλέκος Κοντόπουλος» στην Αγία Παρασκευή
Σε λίγες μέρες η Αγία Παρασκευή θα φιλοξενήσει τις καθιερωμένες «Πολιτιστικές συναντήσεις Αλεκος Κοντόπουλος» στον κήπο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του ομώνυμου Μουσείου. Οι εκδηλώσεις είναι προς τιμήν του σπουδαίου ζωγράφου που γεννήθηκε στη Λαμία το 1904 και πέθανε το 1975 στην Αθήνα.
Ο ίδιος γεννήθηκε στη Λαμία το 1904 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Αρχίζει να ζωγραφίζει από τα μαθητικά του χρόνια και όταν τελειώνει το γυμνάσιο, το 1921, σπουδάζει αγιογραφία για δύο χρόνια στο εργαστήρι του Γ. Σαραφιανού, πατέρα του γνωστού ζωγράφου Πάνου. Εργάζεται ως βοηθός του σε εκκλησίες της περιοχής και οργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεσησε καφενείο της Λαμίας σε καφενείο της πρωτεύουσας της Φθιώτιδας, το 1923. Την ίδια χρονιά έρχεται στην Αθήνα και ύστερα από εξετάσεις γίνεται δεκτός στο τρίτο έτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου έχει καθηγητές του τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Δημήτριο Γερανιώτη. Την περίοδο αυτή θεωρείται από τους δασκάλους του ως «η μεγαλύτερη ελπίδα της ρεαλιστικής ζωγραφικής» στη χώρα .
Με τον Αλέκο Κοντόπουλο εισάγεται η Αφηρημένη Τέχνη στην Ελλάδα και επηρεάζονται αποφασιστικά όλες οι μεταπολεμικές γενιές εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια, το 1955 εκλέγεται μαζί με τους Γιώργο Μπουζιάνη και Γιάννη Τσαρούχη από το ελληνικό τμήμα της Ένωσης Κριτικών και της Διεθνούς Ένωσης Πλαστικών Τεχνών, για συμμετοχή στο διεθνές βραβείο Γκουγκενχάιμ. Σταθμός στην πορεία του θα είναι το 1960, η επιλογή του με άλλους καλλιτέχνες για την Μπιενάλε της Βενετίας ,όπου και πάλι είχε εξαιρετική επιτυχία. Την ίδια χρονιά φιλοτεχνεί τη μεγάλη τοιχογραφία στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με θέμα τη δράση των αρχαίων τεχνιτών στον Κεραμεικό και κυρίαρχες τις μορφές της Αθηνάς Εργάνης και της Νίκης που στεφανώνει νεαρό καλλιτέχνη στη σύνθεση.
Η επαγγελματική του απασχόληση ως μουσειακού καλλιτέχνη – ζωγράφου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο του έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει τα χαρακτηριστικά, την αισθητική ακόμη και την τεχνική των διαφόρων μορφών της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Σχεδίασε πάνω από 500 αντίγραφα αρχαίων αγγείων, μεταλλικών αντικειμένων, γλυπτών και ζωγραφικών έργων, καθώς και αναπαραστάσεις – συμπληρώσεις ευρημάτων ανασκαφών. Μεγάλος αριθμός σχεδίων του δημοσιεύτηκε στο CORPUS VASORUM της UNESCO το 1995. Ο Αλέκος Κοντόπουλος υπήρξε πνευματικός ταγός, άνθρωπος με ήθος, δημοκρατική συνέπεια και έντονη συμμετοχή στα κοινά και τους αγώνες του λαού μας.
Πέθανε στην Αθήνα το 1975. Ένα έτος αργότερα, το 1976, οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη. Ακολούθησαν και άλλες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 1964 έως το θάνατό του ζούσε στην Αγία Παρασκευή και το σπίτι του παραχωρείται έπειτα από επιθυμία δική του και δωρεά της συζύγου του παραχωρήθηκε στον Δήμο Αγίας Παρασκευής, όπου έως και σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου (από το 1999). Στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας υπάρχει μόνιμη έκθεση αντιπροσωπευτικών έργων του.
Εύστοχα ο Αλέκος Κοντόπουλος έχει χαρακτηριστεί «ποιητής ζωγράφος» και «ζωγράφος του νέου Ουμανισμού». Δημιουργός και στοχαστής αποβλέπει πάντα να δώσει το εσωτερικό περιεχόμενο των θεμάτων του, με έμφαση στις καθαρά ζωγραφικές αξίες, να εκφράσει τις καθαρά προσωπικές του απαντήσεις στα εξωτερικά ερεθίσματα και τα προβλήματα της Τέχνης και της ζωής. Καλλιτέχνης της γενιάς του ΄30 συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της αφαίρεσης στην Ελλάδα. Ξεκινά από τον ακαδημαϊσμό που διδάχτηκε στη Σχολή, περνά στο ρεαλιστικό εξπρεσιονισμό μετά τη μαθητεία του στο Παρίσι και βαθμιαία, μέσα από αργές διαδικασίες ωρίμανσης οδηγείται, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, στην παραστατική αφαίρεση, αφού διαπιστώνει ότι «ο εξπρεσιονιστικός αφαιρετισμός … δεν ανανέωσε κατά βάθος το αίτημα του καιρού μας».
Αυτό το στάδιο θα κρατήσει έως το 1959 περίπου, οπότε προσανατολίζεται στην πλήρη ανεικονικότητα της γραφής του ,χωρίς ποτέ να πάψει να καταβυθίζεται βαθιά εντός του ανασύροντας στην επιφάνεια μορφές που σηματοδοτούν την καλλιτεχνική του ευαισθησία και ειλικρίνεια και συγκροτούν μία ολοκληρωμένη πνευματική παραγωγή. Όπως έγραψε ο Louis Frederic στη μονογραφία του: «Δεν πρόκειται να συγκρίνουμε το έργο του Αλέκου Κοντόπουλου με αυτό ενός άλλου ζωγράφου. Ο Κοντόπουλος πήρε μία ιδιαίτερη θέση στη Μοντέρνα Ελληνική τέχνη, μία θέση που δεν έχει καλυφθεί από τον καιρό εκείνο του άλλου μεγαλοφυή Έλληνα, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.»
Παρακαταθήκη στην Αγία Παρασκευή
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη-Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου της Αγίας Παρασκευής –το προαύλιο της οποίος συνεχίζει αυτές τις μέρες να φιλοξενεί τις φετινές πολιτιστικές εκδηλώσεις- ιδρύθηκε το 1982 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1984 με δύο τμήματα, παιδικό και ενηλίκων, σε ενοικιαζόμενη αίθουσα στην Αγίου Ιωάννου 58Β. To 1988 δημιουργήθηκε και λειτούργησε Παράρτημα της Βιβλιοθήκης στο Κοντόπευκο. Το 1989 μεταφέρθηκε το Παιδικό τμήμα σε ιδιόκτητο κτήριο, στην οδό Αλέκου Κοντόπουλου 13, που οικοδόμησε ο Δήμος σε οικόπεδο, δωρεά της κας Μαρσέλ Κοντοπούλου. Το 1994 μεταφέρθηκε και το Τμήμα Ενηλίκων στην οδό Αλέκου Κοντόπουλου 13 και στεγάσθηκε στους δύο επιπλέον ορόφους που οικοδομήθηκαν.
Το 1999 εγκαινιάσθηκε το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου που συστεγάζεται με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, και αποτελείται από το καθιστικό και το εργαστήριο του ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου. Περιλαμβάνει έργα του καλλιτέχνη και τη βιβλιοθήκη του. Ανέπαφο διατηρείται και το ατελιέ του. Η Κεντρική Βιβλιοθήκη διαθέτει περίπου 27.000 τόμους βιβλίων, 31 τίτλους περιοδικών και έχει στο αρχείο της περίπου 11400 μέλη. Το Παράρτημα Κοντόπευκου διαθέτει περίπου 14.000 τόμους βιβλίων, 23 τίτλους περιοδικών και έχει στο αρχείο του περίπου 6500 μέλη. Η επεξεργασία του υλικού γίνεται με την αναβαθμισμένη έκδοση ABEKT 5.6. Το μουσείο είναι ανοικτό κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από τις 5 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. και κάθε Σάββατο από τις 10 π.μ. έως τις 2 μ.μ.