“Tarantino-esque” ή πώς ένας άνθρωπος γίνεται σύμβολο… σαν σήμερα
Της Ελένης Θεοδωρίδου
Το 2018 ο όρος Tarantino-esque εισήχθη στο λεξικό της Οξφόρδης και εμείς δεν αναρωτιόμαστε γιατί.
Ελάχιστοι είναι οι σκηνοθέτες που έχουν καταφέρει να επηρεάσουν τον κινηματογράφο με τον τρόπο που το έχει καταφέρει ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ακόμα κι οι λιγότερο σχετικοί, μόλις ακούσουν αυτό το όνομα, γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Βία, μαύρο χιούμορ και μουσική είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που έρχονται στο μυαλό των περισσότερων και όχι άδικα. Δεν μιλάμε για έναν ακόμα σκηνοθέτη αλλά για τον σκηνοθέτη που επηρέασε την pop κουλτούρα, έφτιαξε ταινίες που έμελλε να γίνουν σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, αντιγράφοντας και ανασυνθέτοντας όλα εκείνα που λάτρεψε στο σινεμά, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο το δικό του προσωπικό στυλ και γράφοντας δική του ιστορία
Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1963 στο Tennessee. Ο Κουέντιν Ταραντίνο «σπούδασε» κινηματογράφο μέσα σ’ ένα συνοικιακό βίντεο κλαμπ στο οποίο δούλευε για 5 χρόνια για να κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1992 με την ταινία Reservoir Dogs, η οποία κατάφερε με ελάχιστο budget αλλά μάλλον πολύ ταλέντο να κερδίσει αμέσως την θέση της στο πάνθεον του Ηollywood. Λίγα χρόνια μετά, το 1994, ήρθε το Pulp Fiction για να γίνει το magnum opus του σε ηλικία μόλις 31 ετών. Μια ταινία που άλλαξε τα δεδομένα του κινηματογράφου και έγινε το cult σύμβολο μιας καινούργιας εποχής.
Από τότε έχουν περάσει πάνω από 25 χρόνια και πλέον στο λεξικό της Οξφόρδης υπάρχει το λήμμα «Tarantinoesque». Είναι επίθετο και χαρακτηρίζει τις ταινίες οι οποίες θυμίζουν το στυλ του ιδιόρρυθμου Quentin. Στυλιζαρισμένη βία, κοφτεροί διάλογοι, μη γραμμικός χρόνος, κινηματογραφικές αναφορές και σατυρικά θέματα εκδίκησης κυρίως συνδυάζονται με pop και rock n’ roll μουσική υπόκρουση και συνθέτουν το ταραντινικό στυλ.
Αλλά ας δούμε το στυλ του λίγο πιο αναλυτικά. Πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό των ταινιών του Ταραντίνο είναι η στυλιζαρισμένη βία όπως προείπαμε. Ο ίδιος έχει παραδεχθεί πολλές φορές ότι στον κινηματογράφο την βρίσκει πολύ διασκεδαστική, ενδιαφέρουσα και την χρησιμοποιεί με πολλούς τρόπους προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα στο θεατή. Την αξιοποιεί ως μέσο για να δώσει στοιχεία της πλοκής ή της προσωπικότητας των χαρακτήρων, για να παρατείνει την αγωνία, να ενθουσιάσει και να λυτρώσει τον χαρακτήρα ή το κοινό ή απλά γιατί μπορεί. Η βία του είναι ωμή, αποτρόπαιη και ρεαλιστική, σε συνδυασμό όμως με τις μουσικές επιλογές και τις σκηνοθετικές του τεχνικές καταλήγει το λιγότερο ψυχαγωγική και έχει πάντα λόγο, όποιος κι αν είναι αυτός. Η μουσική αλλάζει το ύφος της σκηνής, ενώ η κάμερα υποκύπτει στις ανάγκες του θεατή. Χαρακτηριστική σκηνή ταραντινικής βίας στο Reservoir Dogs είναι αυτή με το κόψιμο του αυτιού του αστυνομικού, όπου το «Stuck in the middle with you» ως μουσική υπόκρουση συνδυαστικά με τον χορό του Μadsen δίνουν ένα κωμικό στοιχείο στην κυνική πράξη ενώ η κάμερα γυρνάει την επίμαχη στιγμή για να μη δείξει το θέαμα, ακριβώς όπως θα έκανε οποιοσδήποτε θεατής εκείνη τη στιγμή. Στο Kill Bill Vol.1 στη σκηνή που η Uma Thurman παλεύει με τους «Crazy 88» ο φακός δεν αποφεύγει να δείξει όλη τη μάχη (μαχαιρώματα, μάτια βγαλμένα και κομμένα κεφάλια), το πλάνο όμως γίνεται ασπρόμαυρο κι έτσι δεν είναι πια σοκαριστικό για το κοινό. Στον Django η σκηνή με τον σκύλο προκαλεί άβολα και ενοχλητικά συναισθήματα στον θεατή για να του προσφέρει τη λύτρωση στο τέλος.
Δεύτερο χαρακτηριστικό μιας ταραντινικής ταινίας είναι οι απότομοι διάλογοι και οι μακροσκελείς μονόλογοι. Δεν μπορούμε εύκολα να ξεχάσουμε τις 265 φορές που επαναλαμβάνεται η γνωστή τετραγράμματη αγγλική λέξη στο Pulp Fiction, τους διαλόγους της Uma Thurman με τον Travolta, ή τον εξαιρετικό Samuel Jackson να φωνάζει «ΕNGLISH MOTHERF***R*, DO YOU SPEAK IT?» και να απαγγέλλει το εδάφιο του Ιεζεκιήλ 25:1 πριν σκοτώσει.
Και για όσους δεν θυμούνται ή δε θέλουν να το ξεχάσουν :
The path of the righteous man is beset on all sides by the Inequities of the selfish and the tyranny of evil men Blessed is he who, in the name of charity and good will shepherds the weak through the valley of darkness for he is truly his brother's keeper and the finder of lost children And I will strike down upon thee with great vengeance and furious Anger those who attempt to poison and destroy my brothers And you will know My name is the Lord when I lay my vengeance upon thee
Αξιομνημόνευτος είναι φυσικά και ο ρατσιστικός μονόλογος του Di Caprio ως Calvin Candie με τον περίφημο αυτοσχεδιασμό του στο Django ενώ ο Christoph Waltz δίνει ρεσιτάλ τόσο με την ατάκα του «Sorry, I couldn’t resist» πριν σκοτώσει τον Calvin Candie όσο και με τους μονολόγους του στους Inglourious Basterds.
Ο εκκεντρικός σκηνοθέτης δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτά καθώς συν τοις άλλοις σπάει και την γραμμικότητα του χρόνου. Με αυτόν το τρόπο καταφέρνει να εντείνει την αγωνία του θεατή ο οποίος πρώτα βλέπει τα γεγονότα και μετά συνειδητοποιεί τί συμβαίνει. Ο ιδιοφυής Κουέντιν φροντίζει μέσα από ρεαλιστικούς διαλόγους να προϊδεάσει τον θεατή για το υποκείμενο πλαίσιο χωρίς περιττολογίες και δίχως αρχή, μέση και τέλος. Έτσι οι θεατές καλούνται να συλλέξουν τις λεπτομέρειες και να ολοκληρώσουν μόνοι τους το παζλ, να «πιάσουν» το νόημα και ανάλογα να δικαιολογήσουν ή όχι, σίγουρα όμως να κατανοήσουν τα γεγονότα.
Ο Ταραντίνο είναι σινεφίλ και δεν το κρύβει. Ζει και αναπνέει σινεμά. Αυτό το κάνει αισθητό σε κάθε ευκαιρία. Παραδέχεται ότι οι ταινίες του είναι ένα κολάζ πολλών ταινιών και η αποθέωση αυτής της τάσης του φαίνεται στην τελευταία και πιο ώριμη ταινία του το Once upon a time..in Hollywood. Μας ταξιδεύει στο κόσμο των αστέρων το 1969, μια μεταβατική εποχή τόσο για την κοινωνία όσο και για τις αντιλήψεις και μας ξαναδιαβάζει την αιματοβαμμένη ιστορία των Μάνσον, του Πολάνσκι και της Τέιτ, μέσα από έναν πάλαι ποτέ διάσημο και νυν αποτυχημένο ηθοποιό. Δίνει στον θεατή το λυτρωτικό τέλος το οποίο τόσο πολύ ευχόταν αλλά δεν περίμενε. Το εν λόγω εγχείρημα μάλιστα έχει αναφορές σε πάνω από 60 ταινίες.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η θέση του στο Χόλιγουντ, ούτε είναι περίεργο που δημιουργήθηκε όρος για να περιγράψει το τόσο ιδιαίτερο στυλ του. Είδε πολύ σινεμά, το αγάπησε και αποφάσισε να το κάνει δικό του και η προσπάθεια αυτή του βγήκε πολύ με φυσικό τρόπο. Είναι ρεαλιστής και σουρεαλιστής ταυτόχρονα. Χαρακτήρισε μια ολόκληρη κουλτούρα και ενέπνευσε γενιές κινηματογραφιστών, τοποθετώντας τον έτσι στους κορυφαίους του είδους του.
ΠΗΓΗ: lavart.gr