Μην εφησυχάζετε! Το «Είναι κανείς εδώ;» στο Berliner Ensemble κάνει αντίλαλο
Της Αθηνάς Χατζηαθανασίου
«Όταν σας μιλώ για το θέατρο σας μιλώ για την κοινωνία! Αυτό είναι το θέατρο», είπε η Αριάν Μνουσκίν πρόσφατα σε συνέντευξή της. Το θέατρο είναι ζωή. Είτε γιατί φέρνει τη ζωή πάνω στη σκηνή, είτε γιατί δίνει ζωή, είτε γιατί γεμίζει ζωή. Ίσως φαντάζει πολυτέλεια στους καιρούς μας, δεν ξέρω… «Το θέατρο μας μάρανε, εδώ δε θα έχουμε να φάμε». Κι όμως, το θέατρο δεν είναι παρά ένας κοινωνικός καθρέφτης…
Η εικόνα του θεάτρου του Berliner Ensemble για τη “Μετά Κορονοϊόν” λειτουργία του έκανε το γύρο του κόσμου σκορπώντας αμηχανία με την αρρωστιάρικη όψη του. Δεν ξέρεις πού να κοιτάξεις. Τα ξηλωμένα καθίσματα που λείπουν ή τα λιγοστά που απέμειναν; Δεν μπορείς να μην αναλογίζεσαι τη βία με την οποία αφαιρέθηκαν τα πρώτα. Ήταν εκεί και περίμεναν όπως πάντα τους επόμενους θεατές και αντ’ αυτού, εν μία νυκτί, τα ξήλωσαν. Που να είναι τώρα; Ίσως στοιβαγμένα σε μία αποθήκη, να περιμένουν με αγωνία τις νεότερες οδηγίες του Γερμανικού ΕΟΔΥ για να επιστρέψουν στις θέσεις τους και να αναρωτιούνται αν όντως άραγε θα επιστρέψουν… κάποτε.
Τα ξηλωμένα καθίσματα κλέβουν την παράσταση με το δράμα τους, πράγματι. Αλλά εκείνα που απομένουν έχουν τη δική τους αλήθεια και είναι πιο δραματική ακόμη. Δεν το καταλαβαίνεις, γιατί στέκουν όμορφα και καμαρωτά στη θέση τους και λες «τίποτα δεν έχει αλλάξει». Κι όμως… Η μοναξιά που βιώνουν τα λιγοστά καθίσματα που απομένουν είναι ανυπολόγιστη. Πώς θα αντέξουν χωρίς εκείνα τα αμήχανα αγγίγματα των αγνώστων που μοιράζονται το μπράτσο των διπλανών θέσεων; Πώς θα είναι η ζωή τους όταν δε θα μπορούν να κρυφακούν την κριτική του άγνωστου ζευγαριού από την μπροστινή σειρά για την παράσταση;
Εκεί, μέσα στο άδειο θέατρο τα εναπομείναντα καθίσματα ψιθυρίζουν: «Θυμάσαι εκείνο το ευχάριστο βούισμα από τις ομιλίες πριν αρχίσει η παράσταση; Όπου ξαφνικά μία φωνή ξεχωρίζει φωνάζοντας «Κατερίνα». Όλοι γυρίζουν και κοιτούν αυτόν που φώναξε «Κατερίνα», και η φωνή συνδέεται με ένα χέρι που κουνιέται για να τραβήξει την προσοχή της Κατερίνας κι ένα πλατύ χαμόγελο γι’ αυτό το συναπάντημα, θυμάσαι; Κι από κάπου ξεπροβάλλει μια Κατερίνα που περνάει ανάμεσα στους θεατές ζητώντας συγγνώμη, για να φτάσει σ’ εκείνον που τη φώναξε κι είχε καιρό να συναντήσει, για να τον πάρει μια αγκαλιά- αχ μια αγκαλιά!- και να πούνε γρήγορα τα νέα τους μέχρι να τους διακόψει το τρίτο κουδούνι… Κι έτσι να επιστρέψει η Κατερίνα στη θέση της ζητώντας και πάλι συγγνώμη, με την αφράτη κυρία που κάθεται στη σειρά της να ξεφυσά δυσαρεστημένη για τα μπες-βγες της, θυμάσαι;»
Κι έτσι τα λιγοστά καθίσματα που απομένουν, νοσταλγούν και περιμένουν κι αυτά τις νεότερες οδηγίες του Γερμανικού ΕΟΔΥ. Γιατί χωρίς την Κατερίνα και την αφράτη κυρία και τα αμήχανα αγγίγματα των αγνώστων ξέρουν ότι δεν μπορούν να υπάρξουν… Κι έτσι, το «Είναι κανείς εδώ;» των καθισμάτων που απομένουν κάνει αντίλαλο μέσα στις άδειες αίθουσες.
Και κάποιοι εφησυχάζουν, νομίζοντας ότι οι φωνές των καθισμάτων που απομένουν δε θα περάσουν τους καλά μονωμένους τοίχους των κτιρίων του πολιτισμού. Αλλά ο αντίλαλος αυτός βρίσκει πόρτες και παράθυρα και αντηχεί μακριά, έξω στους δρόμους, σε κάθε σπίτι και σε κάθε γειτονιά. «Είναι κανείς εδώ;»