Λέγεται ότι η ιστορία δημιουργείται και παράγεται από αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, από τους εκάστοτε πρωταγωνιστές των γεγονότων και ότι οι υπόλοιποι είμαστε απλώς παρακολουθήματα των ιστορικών εξελίξεων, μέχρι και σχολιαστές, αλλά τίποτα παραπάνω.
Σκεφτείτε λοιπόν έναν άνθρωπο ο οποίος έρχεται στη ζωή στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, τη δεκαετία του ΄30 και φεύγει από αυτήν 90 χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 2020 αφού έχει βιώσει ακόμα και πρωτόγνωρα γεγονότα όπως η πανδημία. Ο άνθρωπος αυτός, τουλάχιστον όσο ήταν εργασιακά ενεργός (δηλαδή σχεδόν 60 χρόνια) πέρασε από τις συμπληγάδες πάσης φύσεως ιστορικών εξελίξεων για να βάλει σε μία στοιχειώδη πορεία τη δική του ζωή και μέσα από αυτή την κοπιώδη προσπάθεια σφυρηλάτησε τον χαρακτήρα του, διαμόρφωσε τις πολιτικές του απόψεις, κατέληξε σε συμπεράσματα, άλλοτε οριστικά και άλλοτε όχι, για το νόημα του βίου του και όχι μόνο.
ΞΟΡΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ
Το ταξίδι του πατέρα του γράφοντος σε αυτόν το μάταιο κόσμο και σε αυτήν τη μάλλον μάταιη χώρα θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία ταινία μέσα από την οποία ξεπηδούν τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα του “μικρού” 20ου αιώνα, από την περίοδο της κατοχής και μετά δηλαδή. Είναι θαυμαστό ότι ένας άνθρωπος ο οποίος απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι τις “φασαρίες” και τις ανατροπές ενεπλάκη άθελά του σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές σελίδες της χώρας κατά τον προηγούμενο αιώνα. Και όχι μόνο αυτό.
Παρακαλουθώντας κανείς την πορεία του βίου, μπορεί να καταλήξει σε ιδιαίτερα χρήσιμες διαπιστώσεις για την πολιτικοποίηση των καιρών και κυρίως για το πώς σμιλεύτηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα το αντιδεξιό σύνδρομο το οποίο έμελλε να παίξει κυρίαρχο ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα επί δεκαετίες.
Ο Γιάννης Γιαννόπουλος είδε το φως της ζωής στα Φιλιατρά της δυτικής Μεσσηνίας τον Οκτώβριο του 1933. Παιδί μίας κλασικής οικογένειας της ελληνικής επαρχίας η οποία είχε συνολικά 11 παιδιά (τα δύο πέθαναν κατά την κατοχή) και στήριζε το παρόν και το άμεσο μέλλον της επιβίωσης της στις αγροτικές δουλειές. Η εποχή της ευμάρειας με την καλλιέργεια και το εμπόριο της σταφίδας είχε περάσει προ πολλού, από τον 19ο αιώνα. Ήδη από τις αρχές του 20ου μία από τις βασικές επιλογές των Μεσσήνιων και ιδιαίτερα των Φιλιατρινών ήταν η μετανάστευση στις ΗΠΑ. Οσοι έμεναν πίσω και δεν είχαν μεγάλη περιουσία πάλευαν μεροδούλι μεροφάι κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Κλασικά, ο μικρός Γιάννης μπήκε από μικρός στην (αγροτική) βιοπάλη βοηθώντας τους γονείς του και τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Δεν υπήρχε, έτσι και αλλιώς, άλλο περιθώριο. Το ψωμί εκείνη την εποχή κερδιζόταν με τεράστιο κόπο και θυσίες. Παρόλ΄ αυτά κάπου χώρεσε και το σχολείο στα πλάνα του, αλλά ως προς αυτό δεν ευτύχησε. Πήγε στην πρώτη δημοτικού τον Σεπτέμβριο του 1940, ένα μήνα πριν η Ελλάδα μπει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αποφοίτησε, αν δεν έχει γίνει κάποιο σοβαρός λάθος στην καταμέτρηση, το καλοκαίρι του 1947 ενώ η Ελλάδα καιγόταν στην πυρά του εμφυλίου πολέμου και μετά από τετραετή ιταλογερμανική κατοχή.
Δεν υπήρχε μυαλό για γράμματα κοντολογίς. Μία οι απόλυτες απαιτήσεις της σκληρής καθημερινότητας, μία η έλλειψη χρόνου, ο Γιάννης διαπίστωσε από νωρίς ότι δεν μπορούσε να βρει το μέλλον του στα θρανία. Άλλωστε στα πολύ δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’40, προτεραιότητα για τον ίδιο και την οικογένεια ήταν η επιβίωση. Ο πατέρας είχε να θυμάται μία πολύ χαρακτηριστική ιστορία από την κατοχική λαίλαπα. Οι Γερμανοί φώναξαν κάποια στιγμή να συγκεντρωθούν κάποιοι ενήλικες άνδρες σε ένα συγκεκριμένο σημείο, μέσα σε αυτούς ήταν ο πατέρας του και ο μεγάλος αδελφός του.
Ηταν φανερό ότι προετοίμαζαν εκτελέσεις. “Χρήστος Γιαννόπουλος;”. “Παρών”. Ακούστηκε το όνομα του μεγάλου αδελφού και οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν από μακριά πάγωσαν. “Οχι ρε παιδιά, κάποιος λάθος έχετε κάνει” παρεμβαίνει ο πατέρας του. Ο ναζί αξιωματικός συσκέπτεται για λίγο με τους επιτελείς του και ακολούθως ενημερώνει τον Έλληνα μεταφραστή του. “Πράγματι, άλλον Γιαννόπουλο ψάχνουμε”. Ο πατέρας το περιστατικό αυτό το αφηγούταν συνέχεια ακόμα και 60 χρόνια μετά. Ήταν τότε δέκα χρόνων, αλλά το θυμόταν με λεπτομέρειες. Πώς μπορεί να κατατηγορήσει κανείς αυτό το παιδί ότι δεν είχε το μυαλό του στα γράμματα;
Κουτσά-στραβά πάντως, ο Γιάννης το δημοτικό το τελείωσε. Για την εποχή δεν ήταν αδιάφορο εφόδιο, κάθε άλλο. Αυτό τον βοήθησε να περάσει την επόμενη πίστα και από αγροτόπαιδο να μετατραπεί σε ένα μικρό προλετάριο. “Γιάννη, τι θέλεις να κάνεις από εδώ και πέρα;”. “Να μάθω μία τέχνη πατέρα. Να γίνω ράφτης”. Όπερ και εγένετο μετά από ένα μακρύ διάστημα μαθητείας σε ραφείο των Φιλιατρών (στο οποίο ο πατέρας, χωρίς το παραμικρό αντίτιμο τα έκανε σχεδόν όλα). Ηταν μία επιλογή που έπαιρναν τότε χιλιάδες παιδιά της ελληνικής επαρχίας, τα οποία ήθελαν πάση θυσία να αφήσουν πίσω τους τη σκληρή ζωή του χωραφιού και των ζωντανών. Μία επιλογή ζωής αλλά και μετατροπής της ελληνικής οικονομίας.
Στον στρατό ο πατέρας έρχεται αντιμέτωπος με τους πρώτους σοβαρούς καταναγκασμούς του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους. Υπηρετώντας πολύ μακριά από το σπίτι του (σε Βέροια και Λάρισα) και χωρίς καμία οικογενειακή στήριξη, ο 22χρονος πια Γιάννης διαπίστωσε ότι στις εκλογές του 1956 δεν μπορούσε να ψηφίσει απολύτως ελεύθερα: “Λοιπόν, παιδιά ψηφίστε ό,τι θέλετε αύριο, αλλά σε καμία περίπτωση αριστερά” ήταν το σαφές μήνυμα του λοχαγού.
Με το Κέντρο και την Αριστερά να έχουν συνασπιστεί σε κοινό ψηφοδέλτιο η επιλογή ήταν μία, η νεόκοπη ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο πατέρας, ένας μάλλον πολύ συντηρητικός νέος, χωρίς καμία πολιτική “μόρφωση” και ανησυχία μέχρι τότε, πήγε κόντρα στο ρεύμα και επέλεξε Δημοκρατική Ένωση κόντρα στην στρατιωτική εντολή. Ειρήσθω εν παρόδω η Δημοκρατική Ένωση πήρε περισσότερες ψήφους από την ΕΡΕ αλλά εξασφάλισε 33 … λιγότερες έδρες. Η αθάνατη ελληνική δεξιά είχε κάνει πάλι το καλπονοθευτικό της θαύμα.
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Και μετά τον στρατό τι; Για τους νέους της ελληνικής περιφέρειας εκείνη την εποχή της άκρατης και άναρχης αστικοποίησης, η απάντηση ήταν προφανής: Αθήνα. Όσοι βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία και ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους αυτό έπρατταν. Έμπαιναν στο πρώτο λεωφορείο με λίγες αποσκευές στην πλάτη και γραμμή για την πρωτεύουσα, όπου πίστευαν ότι θα τους παρουσιαζόταν μία μεγάλη ευκαιρία. Ο Γιάννης έκανε αυτό το ταξίδι (που σε ό,τι αφορά τη μόνιμη κατοικία του δεν είχε επιστροφή) τον Σεπτέμβριο του 1957 και έγινε κάτοικος πρωτευούσης χωρίς ιδιαίτερη τιμή και δόξα. Ενα από τα πρώτα του σπίτια ήταν μία χαμοκέλα, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε, στου Γκύζη. “Ενα δωμάτιο όλο κι όλο. Και αποπατούσαμε έξω” έλεγε χαρακτηριστικά. Πόσα και πόσα τέτοια σπίτια στην Αθήνα της εποχής στέγαζαν τα όνειρα των φτωχών επαρχιωτών για μία καλύτερη ζωή.
Ο πατέρας, όπως όλοι οι προλετάριοι των χρόνων εκείνων, δούλεψε πολύ. Μαθήτευσε περαιτέρω σε ράφτη που είχε γαλλικό δίπλωμα (τον Δημήτρη Τόλια, έναν από τους καλύτερους ράφτες των Αθηνών) και εν συνεχεία έπιασε δουλειά σε βιοτεχνίες της εποχής, για να διαπιστώσει από πρώτο χέρι ότι η ταξική πάλη (που ποτέ του δεν την αντιλήφθηκε ως τέτοια) ήταν αδυσώπητη. Τα αφεντικά της εποχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανεξέλεγκτα. Πλήρωναν όσο ήθελαν, ασφάλιζαν αν ήθελαν, απέλυαν όποτε ήθελαν. Μία κατάσταση απελπιστική, χαοτική που δεν χάριζε καμία ελπίδα στους νέους ανθρώπους, όσο και αν δούλευαν. Από εκείνα τα χρόνια, τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 δηλαδή, ο Γιάννης, κοντά στα 30 πλέον, εκνευριζόταν ιδιαίτερα με τους πολιτικούς που επικαλούνταν τα νούμερα για να καταδείξουν ότι η οικονομία προοδεύει.
Αυτό το έκανε κατα κόρον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος μιλούσε συνεχώς για την “ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας”. Ο πατέρας είχε άλλη άποψη: “Τρώγαμε κρέας μία φορά την εβδομάδα. Περίμενα με ανυπομονησία να με καλέσει η αδελφή μου στο σπίτι της για να βάλω στο στόμα μου τίποτα της προκοπής. Και αυτός μάς μιλούσε για ανάπτυξη”. Το άκουγα πάντα με προσοχή το συγκεκριμένο επιχείρημα. Ας μην προτρέξουμε να το βαφτίσουμε λαϊκίστικο. Για τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 μιλάμε.
Ο -όπως είπαμε- συντηρητικός Γιάννης αρχίζει δειλά-δειλά να διαμορφώνει άποψη και πολιτική ταυτότητα. Εκ των πραγμάτων και λόγω χαρακτήρα η αριστερά της εποχής, που βρισκόταν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας δεν μπορεί να τον εκφράσει. Η δεξιά τον εκμεταλλεύεται στεγνά και αυτό ο ίδιος το καταλαβαίνει. Μένει το δημοκρατικό κέντρο το οποίο έκτοτε ο πατέρας το επιλέγει πιστά. Για τον Γιάννη είναι η σωστή, ώριμη επιλογή που κυρίως έχει ένα μεγάλο “προσόν”: Επιθυμεί να σταματήσει τη δεξιά λαίλαπα.
Τα ταραγμένα χρόνια που ακολουθούν και τα άκρως σημαντικά γεγονότα που τα σημαδεύουν (εκλογές βίας και νοθείας το 1961, δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, νίκες της Ένωσης Κέντρου το 1963 και το 1964, Ιουλιανά το 1965) ολοκληρώνουν τη διαδικασία της δημιουργίας της πολιτικής ταυτότητας του Γιάννη. Ο πατέρας αυτοχαρακτηρίζεται πια ως “δημοκρατικός” και κυρίως “αντιδεξιός”. Δεν οργανώνεται πολιτικά, δεν συμμετέχει σε μαζικές πολιτικές διαδικασίες, δεν παίρνει μέρος καν σε απεργίες φοβούμενος την απόλυση, αλλά διαβάζει “Νέα” και παρακολουθεί με οργή το δεξιό παρακράτος να θριαμβεύει, παρά τη λαϊκή θέληση.
Εκείνη η τετραετία (1961-1965) τον καθορίζει, έχω την αίσθηση, μέχρι το τέλος της ζωής του, πολιτικά και αξιακά. Μιλούσε συνεχώς για τις εκλογές του 1961 αλλά και για το παλατιανό πραξικόπημα του 1965 που οδήγησε στην παραίτηση τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην αποστασία και εν τέλει στη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να τονιστεί ότι παρά τη σκληρή δουλειά, οι συνθήκες ζωής του Γιάννη δεν αλλάζουν προς το καλύτερο, αντιθέτως μένουν στάσιμες. Οι αμοιβές στο επάγγελμα παραμένουν καθηλωμένες, η ανάγκη για αιματηρές οικονομίες έτσι, ώστε να επιτυγχάνεται η επιβίωση παραμένει επιτακτική και το όνειρο μίας καλύτερης ζωής παραμένει όνειρο (θερινής νυκτός). Ολα αυτά συντελούν σε μία εκ των πραγμάτων πολιτική “ριζοσπαστικοποίηση”, η οποία όμως εκφράζεται δια της ψήφου και μόνο (ένεκα και του χαρακτήρα του υποκειμένου).
Ψηφίζοντας σταθερά ‘Ενωση Κέντρου ο πατέρας νιώθει απογοήτευση και μεγάλο φόβο από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα το 1967. Αντί να διεξαχθούν οι εκλογές του Μαϊου εκείνης της χρονιάς και ο Γιώργος Παπανδρέου να θριαμβεύσει, οι Συνταγματάρχες πιάνουν τους πάντες στον ύπνο (τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου) και βάζουν την Ελλάδα στον γύψο με το πραξικόπημά τους.
Ο Γιάννης βιώνει για πρώτη φορά την εμπειρία ενός στρατοκίνητου, αντιδημοκρατικού καθεστώτος και δεν ξέρει πώς να το χειριστεί. Οπως έκαναν οι περισσότεροι εκείνοι την εποχή, “λουφάζει”κατά το κοινώς λεγόμενο. Κόβει μαχαίρι τις πολιτικές συζητήσεις στη δουλειά (αφού και οι κάθε λογής ρουφιάνοι καιροφυλακτούσαν) και επικεντρώνεται στη δουλειά, αφού και η ηλικία του πια είχε προχωρήσει (ήταν ήδη 34).Όμως ήταν φανερό ότι ο βίος αυτός ήταν αβίωτος. Πρώτα απ’ όλα οικονομικά (παρά τα φληναφήματα του Παπαδόπουλου και του Παττακού περί ανάπτυξης) αλλά και ψυχολογικά. Γι’ αυτό και όταν έρχεται η πρόταση για τις ΗΠΑ, δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά.
WELCOME JOHN
Όπως σχεδόν όλοι οι Φιλιατρινοί, έτσι και ο πατέρας είχε στενούς συγγενείς στις ΗΠΑ. Το 1969 ο αδερφός του πατέρα του του μετέφερε πρόταση για δουλειά στην Αμερική, όχι όμως στο Ντιτρόιτ, όπου ο ίδιος ζούσε από την αρχή του αιώνα, αλλά στο Κάνσας. Για τον Γιάννη ήταν το ίδιο, τι Ντιτρόιτ, τι Κάνσας. Μπήκε στο αεροπλάνο (για πρώτη φορά στη ζωή του) και μέσω Νέας Υόρκης έφτασε στο Ντιτρόιτ για να παραλάβει τα έγγραφα της επίσημης πρόσκλησης. Λίγο αργότερα πέταξε για το Κάνσας όπου μετείχε στο περιβόητο American Dream μαζί με συντοπίτη του με τον οποίο “έπιασαν” το ίδιο διαμέρισμα. Η εμπειρία της Αμερικής, αν και κράτησε μόλις 2,5 χρόνια, σημάδεψε τον πατέρα όσο καμία άλλη της ζωής του. Στο Κάνσας (των λιγοστών Ελλήνων) ο Γιάννης τα βίωσε σχεδόν όλα. Οικονομική καταξίωση, τεράστια προσωπική ανασφάλεια, σοβαρή ασθένεια.
Τα χρήματα από τη δουλειά στο ραφτάδικο ενός Αμερικανοεβραίου ράφτη ήταν εξαιρετικά. Όσα έβγαζε σε έναν μήνα στην Ελλάδα, έπαιρνε σε μία εβδομάδα στην Αμερική. Οι συνθήκες εργασίας άψογες (δούλευε φορώντας πάντα κοστούμι υποχρεωτικά), οι συνάδελφοι φιλικοί (ήταν όλοι Ιταλοί), τα δικαιώματα αδιαπραγμάτευτα (γράφτηκε υποχρεωτικά στο trade union της περιοχής από την πρώτη μέρα). Ως προς τη δουλειά, ο Γιάννης σχημάτισε μία εξιδανικευμένη εικόνα για την Αμερική των τελών της δεκαετίας του ΄60, την οποία δεν έβγαλε ποτέ από το μυαλό του. Αρνιόταν να πιστέψει, όταν μιλούσαμε πολύ αργότερα το 2000 και το 2010, ότι η κατάσταση στην Αμερική έχει επιδεινωθεί σχεδόν για τους πάντες.
Ως προς τις συνθήκες ζωής όμως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα από την αρχή. Ο Γιάννης τη γλώσσα δεν τη μιλούσε, οι σχέσεις με τον συγκάτοικό του ήταν πολλές φορές οριακές, η Ελλάδα βρισκόταν πάρα πολύ μακριά. Κάποια γράμματα πού και πού δεν μπορούσαν να του καλύψουν το κενό, ούτε οι επισκέψεις σε κάποιους αγώνες baseball της τοπικής ομάδας. Σχετικά γρήγορα όλη αυτή η πίεση άρχισε να σωματοποιείται και να δίνει έντονα συμπτώματα, όπως ισχυρούς πονοκεφάλους και τάσεις για εμετό. Ο προλετάριος λύγισε στην ξενιτιά και δεν ήταν ο μόνος. Σε όσους τα κατάφεραν στην Αμερική, στον Καναδά και αλλού πρέπει να υπολογίσουμε και αλλους τόσους που δεν ήταν τόσο τυχεροί.
Ο Γιάννης, κοντά στα 40 πια, είχε να πάρει μία δύσκολη απόφαση. Η παραμονή στις ΗΠΑ θα τον εξασφάλιζε οικονομικά, αλλά ίσως τίναζε την υγεία του (σωματική και ψυχική) στον αέρα. Στην Ελλάδα όμως δεν τον περίμενε κάτι “στρωμένο”, έπρεπε να αρχίσει ξανά από την αρχή. Σε αυτό το δύσκολο σταυροδρόμι τον βοήθησε ο Αμερικανός γιατρός του. Αφού τον υπέβαλλε σε σωρεία εξετάσεων που δεν έδειξαν κάτι παθολογικό, ο γιατρός από το Κάνσας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα ήταν ψυχικό. Η κατάθλιψη είχε χτυπήσει την πόρτα του άτυχου μετανάστη προλετάριου. “Για μένα Τζον” τού είπε “η καλύτερη λύση είναι να επιστρέψεις στην πατρίδα σου. Το φως και ο ήλιος της Ελλάδας θα σου κάνουν καλό”.
Τα ζύγισε τα πράγματα ο πατέρας και πράγματι πήρε την απόφαση να επιστρέψει αφήνοντας πίσω του το Κάνσας (του Μιζούρι) που είχε πολλή ζέστη το καλοκαίρι, αλλά και απίστευτο κρύο με σφοδρές χιονοπτώσεις τον χειμώνα. Έτσι, καλοκαιράκι του 1971, μαζεύει τα μπαγάζια του και επιστρέφει, μέσω Ρώμης, στην Αθήνα. Ήταν το τελευταίο αεροπορικό ταξίδι της ζωής του.
Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΡΟΙΚΑ ΚΑΙ Η AΛΛΑΓΗ
Ο πατέρας βρίσκει μία Ελλάδα κακορίζικη, σχεδόν όπως την άφησε, που την διαφέντευε ακόμα η τρέλα του Παπαδόπουλου και του Παττακού. Η πολυτιμότερη προίκα που κουβάλησε από τις ΗΠΑ ήταν τα… ζεστά 10.000 ντόλαρς, ποσό ικανό να του εξασφαλίσει την αγορά ενός καλού, για τα μέτρα της εποχής, διαμερίσματος. Συνειδητοποιεί αμήχανος ότι με μόλις 2,5 χρόνια δουλειάς στις ΗΠΑ είχε καταφέρει να αποταμιεύσει ποσό που στην Ελλάδα θα έπρεπε να δουλέψει 30 χρόνια για να το βάλει στην άκρη και του ξυπνούν οι άγριες μνήμες της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60. Μεροδούλι-μεροφάι για μερικές δεκάδες δραχμές μεροκάματο, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος.
Ο Γιάννης, ιδιοκτήτης ακινήτου πια, έχει όμως μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Γνωρίζει την Ελένη, αρραβωνιάζονται, εν συνεχεία παντρεύονται, η ζωή μπαίνει σε μία άλλη ρότα. Πειραματίζεται με τη δουλειά, ανοίγει δική του, δεν τα καταφέρνει, προσπαθεί εκ νέου. Κάτι όμως δεν του βγαίνει. Οι συνθήκες είναι ακόμα προβληματικές, οι αμοιβές παραμένουν χαμηλές, η πολυθρύλητη ανάπτυξη της μεταπολίτευσης και πάλι δεν αφορά τον ίδιο, όπως δεν αφορά τους περισσότερους. Κάπου εκεί εμφανίζεται ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ.
Τα αντιδεξιά σύνδρομα φυσικά δεν έχουν υποχωρήσει στο μυαλό του Γιάννη, κάθε άλλο. Ο Ανδρέας, με την ρητορική του, του τα θυμίζει διαρκώς και τελικώς τον κερδίζει εύκολα, όπως και εκατομμύρια άλλους Ελληνες. Όμως ο Γιάννης δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη. Στηρίζει μεν το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά στη ζωή του θα έλεγε κανείς ότι πολιτικοποιείται έντονα, αλλά διατηρεί και επιφυλάξεις. Από το 1957 όταν και ήρθε στην Αθήνα άκουγε συνέχεια υποσχέσεις για μία καλύτερη ζωή, οι οποίες όμως δεν γίνονταν ποτέ πραγματικότητα. Η υπομονή είχε αρχίσει να στερεύει.
Η εμβληματική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 συνδυάζεται με αλλαγή (για ακόμη μία φορά) εργοδότη για τον πατέρα. Αμέσως γίνεται εμφανές ότι έχει αρχίσει μία άλλη εποχή. Οι αλλαγές που επιφέρει η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου στις ζωές των “μη προνομιούχων” (ιδιαίτερα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα) είναι κατακλυσμιαίες και σε συνδυασμό με την πρώτη, πολύ μεγάλη, ήττα της δεξιάς και του καραμανλισμού, προκαλούν μέθεξη στις μεγάλες μάζες. Έκτοτε ο Γιάννης αναπολούσε την πρώτη τετραετία ΠΑΣΟΚ. Οταν τον ρωτούσαμε γιατί, ήταν απόλυτος: “Μα θέλει και ρώτημα; Ο Ανδρέας μάς αύξησε τις αποδοχές, μάς αύξησε τις ημέρες άδειας, μάς έδωσε την ΑΤΑ και καθιέρωσε το πενθήμερο αντί για το εξαήμερο”. Τουτέστιν ο κόσμος δούλευε λιγότερο και αμειβόταν περισσότερο χωρίς μάλιστα να φοβάται τον διψήφιο πληθωρισμό.
Για τον πατέρα όλα τα παραπάνω συνιστούσαν απόδειξη ότι η δεξιά των πολλών προηγούμενων χρόνων δεν ήταν ανίκανη, αλλά απρόθυμη να αναβαθμίσει τις ζωές των μεγάλων μαζών της ελληνικής κοινωνίας. Για τον σχεδόν 50χρονο τότε Γιάννη, τα πολιτικά του οράματα, όπως αυτός τα όριζε, είχαν δικαιωθεί πλήρως και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Γιατί ο Γιάννης δεν περίμενε από το ΠΑΣΟΚ να επιβάλει… σοσιαλισμό, άλλωστε με την πολιτική θεωρία και τις μεγάλες ιδέες δεν θα τα είχε ποτέ καλά. Καλύτερη ζωή για εκείνον και την οικογένειά του περίμενε και την πήρε.
Είχε άδικο να σκέφτεται έτσι; Μάλλον όχι. Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Παπανδρέου τόνωσαν ιδιαίτερα τη ζήτηση σε πολλούς τομείς. Τα ρούχα ήταν ένας εξ αυτών. Αίφνης οι βιοτεχνίες ετοίμων ενδυμάτων της Αθήνας απέκτησαν δουλειές με φούντες, ενώ οι τζίροι των καταστημάτων λιανικής εκτινάχθηκαν στα ύψη. Ο κύκλος αυτός διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτος, ακόμα και στα χρόνια της οικονομικής προσαρμογής (1985-1987).
Οι Έλληνες αποταμίευαν και επειδή οι τιμές στα ακίνητα παρέμεναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, έσπευσαν να επωφεληθούν. Από το 1986 έως το 1989 όλος ο οικογενειακός περίγυρος του γράφοντος απέκτησε νέα σπίτια, εκμεταλλευόμενος και τα δάνεια από τη Στεγαστική Τράπεζα που είχαν απίστευτα ευνοϊκούς όρους. Μέσα στις οικογένειες αυτές και η οικογένεια του Γιάννη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την υπογραφή των συμβολαίων του ακινήτου που αγοράσαμε στην Ηλιούπολη το 1988. Αύγουστος, ντάλα καλοκαίρι αλλά οι γονείς ήταν ντυμένοι στην πένα, λες και θα πήγαιναν σε γάμο. Την ώρα που υπέγραφε τα συμβόλαια, ο Γιάννης ήταν ίσως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος επί γης, είχε γίνει μόλις ιδιοκτήτης διαμερίσματος με δύο κρεβατοκάμαρες.
Νομίζω ότι οι τελευταίες παράγραφοι απαντούν με σαφήνεια στο ερώτημα, γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου απέκτησε τόσο πιστούς πολιτικούς συνοδοιπόρους στις μάζες, συνοδοιπόρους που δεν τον πρόδωσαν ποτέ. Η απάντηση στο γιατί είναι διότι τους άλλαξε το κοινωνικό στάτους. Τόσο απλά. Ο νέος που ήρθε στην Αθήνα το 1957 νοικιάζοντας μία χαμοκέλα που είχε την τουαλέτα έξω, ήταν πια νοικοκύρης, ιδιοκτήτης μεγάλου και νεόδμητου ακινήτου. Ο πατέρας αυτά δεν τα ξέχασε ποτέ, γιατί ουδέποτε τα θεώρησε αυτονόητα. Και δεν ήταν αυτονόητα. Η δεκαετία του ΄80 για τον Γιάννη Γιαννόπουλο ήταν η δεκαετία της μεγάλης δικαίωσης και της επίτευξης κοινωνικής κινητικότητας στην πράξη. Ήδη από τότε (αλλά και από πιο πριν) έλεγε “αν ψηφίσω ποτέ δεξιά, να μού κοπεί το χέρι”.
Tην κράτησε αυτήν την υπόσχεση. Αφού δοκιμάστηκαν οι ψυχολογικές του αντοχές στην τριετία του Μητσοτάκη του πρεσβύτερου (90-93) φροντίζοντας να δώσει ακόμη μία φορά διαπιστευτήρια πίστης στον Ανδρέα (δεν τον άγγιξε, φυσικά, κανένα σκάνδαλο Κοσκωτά), παρέμεινε συνεπής στα πασοκικά του πιστεύω, ακόμα και στα χρόνια της ηγεσίας του Κώστα Σημίτη τον οποίο ουδέποτε εκτίμησε.
Ο πατέρας ήταν ΠΑΣΟΚ της παλιάς σχολής, της αντιδεξιάς, της σχολής του Κουτσόγιωργα (“αυτός πρέπει να μιλάει στη Βουλή να τους βρίζει συνέχεια” έλεγε). Ουδόλως τον επηρέαζαν οι κατηγορίες περί λαϊκισμού, ποτέ του δεν τον πείραξαν, λόγου χάρη, οι ύβρεις της Αυριανής” κατά του Μάνου Χατζιδάκη, (αν και ο ίδιος προτιμούσε τη “Νίκη” του Μαρούδα). Όπως δεν τον άγγιξε ποτέ ο εκσυγχρονισμός που ευαγγελιζόταν ο Σημίτης, τον οποίο σε τελική ανάλυση λογάριαζε πάντα ως φιλοδεξιό και εχθρό του Ανδρέα.
Ειδικά όταν άρχισε το σπίτι να ζορίζεται πάλι οικονομικά (ο πατέρας ήταν χαμηλοσυνταξιούχος και παράνομα εργαζόμενος, η μητέρα είχε χάσει τη δουλειά της στη ραπτική), ο Γιάννης έδινε την ψήφο του χαριστικά, μόνο και μόνο λόγω του παρελθόντος του ΠΑΣΟΚ. Αυτό τελείωσε το 2012. Ο πατέρας ψήφισε για πρώτη φορά Αριστερά, αφού δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι το κόμμα του προχώρησε σε εκείνες τις ωμές περικοπές του πρώτου μνημονίου.
Για τον ίδιο δεν είχε αλλάξει κάτι. Έδωσε την ψήφο του σε αυτό που νόμιζε ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα λαϊκά συμφέροντα και στο δικό του πολιτικό σύμπαν αυτός ήταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Δεν επέστρεψε ποτέ πίσω, γιατί θεώρησε ότι το ΠΑΣΟΚ είχε ξεπουλήσει την ψυχή του στον διάολο. Στήριξε το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα (παρά τον πανικό του από το κλείσιμο των τραπεζών), ξαναψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τόσο το 2015 όσο και το 2019.
Στις εκλογές του 2019 τον είχαμε ρωτήσει. “Πατέρα, τι θα το ρίξεις;”. “Εγώ δεν θέλω να βγει η δεξιά και ο Μητσοτάκης. ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρα θα ψηφίσω. Είμαι με τους δημοκρατικούς”. Και πράγματι έτσι έπραξε, φτάνοντας αισθμαίνοντας με την μαγκούρα του στο εκλογικό τμήμα.
Οι εκλογές της 21ης Μαϊου τον βρήκαν νοσηλευόμενο στο Σωτηρία. Βαριά αναπνευστική λοίμωξη. Δεν είχε πια κουράγια, περίμενε το τέλος σαν λύτρωση. Παρόλα αυτά τη Δευτέρα μετά τις εκλογές έσκυψε δίπλα μου και μου ψιθύρισε: “Γιατί τόσο ψηλά ο Μητσοτάκης ρε;”. Δεν βρήκα κάτι να απαντήσω. Κάτι που να έχει ουσία δηλαδή. Του είπα μόνο “ησύχασε, θα δούμε”. Εφυγε μερικές μέρες αργότερα στο “Γεννηματάς”, το νοσοκομείο που είχε το όνομα ενός πολιτικού που ο ίδιος λάτρευε.
Ο Γιάννης Γιαννόπουλος έμεινε πιστός μέχρι το τέλος στην πολιτική ταυτότητα που “έχτισε” και σε αυτά που πίστευε για το πώς πρέπει να κυβερνάται αυτή η ρημάδα χώρα. “Να είναι, ρε, Πρωθυπουργός κάποιος που να κοιτάει και τον φτωχό, τον εργάτη. Οι άλλοι δεν μάς κοίταξαν ποτέ. Γι’ αυτό σου λέω, ποτέ δεν θα τους ψηφίσω, να μού κοπεί το χέρι από τη ρίζα”.
Απλοϊκά ή όχι, έτσι σκεφτόταν και έτσι πορεύτηκε μέχρι το τέλος. Το πολιτικό του ένστικτο δεν τον πρόδωσε ποτέ, ήταν περήφανος πως βρέθηκε πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στην πλευρά των πολλών, στην πλευρά των μαζών, μέρος των οποίων άλλωστε ήταν από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι αυτή που πέθανε.