Το κύκνειο άσμα του «μακεδονομαχισμού» πυροδοτεί τη συγκρότηση ενός νέου δημοκρατικού και προοδευτικού δρόμου
Πρωτοπαλίκαρα του δεξιού λαϊκισμού και συνεργαζόμενοι, ιερατικό παπαδαριό και λοιπές δυνάμεις της (ναζιστικής και άλλης) ακροδεξιάς, αντάμα με «ένστολους» νέο-Μεγαλέξανδρους και (υπερ)εγωιστικά τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που τους συμπαραστάθηκαν, έδωσαν στο συλλαλητήριο της Κυριακής την τελευταία τους παράσταση πριν την διπλωματικά αυτονόητη υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την κοινοβουλευτική και μια διευρυμένη προοδευτική πολιτική πλειοψηφία. Μια τελευταία αγιασμένη και «ένδοξη» παράσταση υποκρισίας, φαιδρού «μακεδονομαχισμού» του καιρού μας.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα πετυχαίνει τη διάνοιξη της προοπτικής για σημαντική οικονομική και πολιτιστική παρουσία στην ευρω-βαλκανική περιοχή πέραν των βορείων συνόρων της, μετά από δεκαετίες ζημιογόνων αντιπαραθέσεων, καθώς πρακτικά η περιγραφή της οριστικής επίλυσης έχει συνυπογραφεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία Παπούλια-Τσερβέκονφσκι από το 1995. Τα δε Σκόπια, παρότι έχουν μια δυσβάσταχτη συμφωνία να διαχειριστούν για τη δική τους πλευρά μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε μια γείτονα που δύναται να συμβάλλει να κάνουν τα δικά τους όνειρά καθημερινή πραγματικότητα με το νέο τους αποδεκτό από όλους πλέον όνομα Βόρεια Μακεδονία και με δεδομένο το αμοιβαίο συμφέρον μας να συμβεί αυτό. Κάτι που άλλωστε σε σημαντικό βαθμό προηγουμένως έχει συμβεί και μεταξύ Ελλάδας-Αλβανίας, μετά το πέρασμα της τελευταίας στη νέα της ευρωπαϊκή πραγματικότητα τη δεκαετία του ΄90.
Οπωσδήποτε η οριστική Συμφωνία Κοτζιά-Δημητρόφ, δεδομένου ότι συμπλέει και ενισχύει ισχυρά νατοϊκά-δυτικά διακυβεύματα, αποτελεί στην παρούσα φάση πλήγμα για τα τουρκικά και ρωσικά (καθώς και τα ενδοβαλκανικά και λιγότερο ισχυρά βουλγάρικα και αλβανικά) συμφέροντα στην περιοχή. Πρόκειται, όμως, για χώρες με τις οποίες η Ελλάδα δεν μπορεί ιστορικά και δεν πρέπει μελλοντικά να εγκλωβιστεί σε τεχνητές αντιθέσεις, αλλά αντίθετα οφείλει να συνεργαστεί μαζί τους σε σειρά αυξημένης σημασίας κοινού ενδιαφέροντος και απτών αμοιβαίων συμφερόντων ζητήματα στην περιοχή (οικονομικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, ενεργειακά, τουριστικά κλπ). Τουλάχιστον, εάν ρεαλιστικά εννοεί η ελληνική διπλωματία ότι διεκδικεί να έχει και να ασκεί στην πράξη την περίφημη και κατά καιρούς, όπως και σήμερα, διακηρυσσόμενη «Πολυδιάστατη και Ενεργητική Εξωτερική Πολιτική».
Παράλληλα, αυτό που στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο μένει είναι ο εγκλωβισμός της ηγεσίας της ΝΔ στην ψευδο-εθνική γραμμή Σαμαρά, η οποία δεν είχε επισήμως υιοθετηθεί ούτε επί πρωθυπουργίας του, ενώ με την ταυτόχρονη αποχώρηση Καμμένου και (τμήματος) της Κ.Ο. των ΑΝΕΛ, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μνημονίου και εξ αφορμής της επίλυσης του Μακεδονικού, ανοίγει πλέον διάπλατα ένας νέος δρόμος για τη δημοκρατική συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων. Για ισχυρή και νικηφόρα κοινή πλατφόρμα αντιμετώπισης του νεοφιλελευθερισμού και του νεοφασισμού. Και με κομβικό σταθμό της συμμαχικής παρέμβασης και από κοινού δράσης τους τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, αλλά κατ’ επέκταση και τις ερχόμενες αυτοδιοικητικές και τις εθνικές εκλογές.
Μια σταδιακή αλλά ξεκάθαρη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής και προοδευτικής συμμαχίας, η οποία συμβολικά ξεκινά από τη σύμπλευση εντός και εκτός Βουλής για την οριστική επίλυση του Μακεδονικού ζητήματος από ΣΥΡΙΖΑ ΠΟΤΑΜΙ ΚΙΔΗΣΟ και ΔΗΜΑΡ, αλλά και νηφάλιων παραδοσιακών αριστερών σχηματισμών, ακόμα και ορισμένων φωνών από τον εναπομείναντα πολιτικό χώρο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Καταλύτης των εξελίξεων οι ίδιοι οι Έλληνες πολίτες που καλούνται με γοργές μα καλοζυγισμένες πολιτικές επεξεργασίες να διακρίνουν το εν μέσω πτώχευσης δυνητικό βιώσιμο μέλλον μας, μέσα από προωθητικούς συμβιβασμούς, έναντι του σκοταδισμού και της οπισθοδρόμησης. Και συνάμα να απευθύνουν προς κάθε αποδέκτη τα καθοριστικά δημοκρατικά σήματά τους σε κάθε ερχόμενο κομβικό πολιτικό σταθμό. Σαφή αξιακά και πολιτικά σήματα, τα οποία μέσα σε μια στενάζουσα ευρω-ανατολική γειτονιά και έναν πολυσύνθετο κόσμο διαρκούς διακινδύνευσης, λόγω των συνεχώς και με κάθε μέσο εντεινόμενων διεθνών ανταγωνισμών γεωπολιτικής επιρροής, είναι προορισμένα να ανοίγουν τους δρόμους της αληθινής προόδου και ενός κοπιώδους ελπιδοφόρου αγώνα για λαϊκή προκοπή.
V