Νίκος Νικολαΐδης: αφήνοντας μια μεγάλη κληρονομιά στο ελληνικό σινεμά πριν “φύγει”… σαν σήμερα…
“Σταμάτησα να πηγαίνω σινεμά, όταν άρχισαν να πέφτουν στην αίθουσα πασατέμποι, κομπολόγια και κινητά”,
είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Νικολαΐδης αποχαιρετώντας μια μεγάλη κινηματογραφική εποχή. Την ίδια μεγάλη εποχή που αποχαιρέτισαν οι νεότερες γενιές με την ολοκλήρωση της πρωτοποριακής κινηματογραφικής του πορείας και ακόμη περισσότερο με τον ξαφνικό του θάνατό στα 68 του χρόνια, σαν σήμερα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2007.
Εγώ ξέρεις πως γύριζα τις ταινίες πάντα; Έλεγα τι χώρους έχουμε δωρεάν, τι λεφτά μπορούμε να μαζέψουμε, ποιοι φίλοι είναι ακόμα δίπλα μου…Πάμε να φτιάξουμε μια ταινία…
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός ταινιών, συγγραφέας, διαφημιστής, θεατρικός σκηνοθέτης, βοηθός σκηνοθέτη, παραγωγός δίσκων, διευθυντής τηλεόρασης, και εμπορικός διευθυντής. Ο Νίκος Νικολαΐδης δε θεωρήθηκε τυχαία ένας από τους πρωτοπόρους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς.
Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Εξάρχεια. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό. Μπήκε στον κινηματογράφο το 1960 ως βοηθός του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη. Το 1962 υπέγραψε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, τη «Lacrimae Rerum», εμπνευσμένη από ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα.
Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος» δημιουργώντας αίσθηση με την ωμότητα των σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων του, που ανέδειξαν το βιβλίο σε μπεστ-σέλλερ.
Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα έμελλε να γίνει η ταινία – σύμβολο της γενιάς του ’50, μια γενιά η οποία έβλεπε να ξεθωριάζει ο γαλλικός της Μάης ενόψει της σύγχρονης, σκληρής εποχής. Σε αυτήν την ταινία, για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του Νικολαΐδη, μπορεί κανείς να δει τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κινηματογραφικού νουάρ που έγιναν μέρος της μοναδικής προσέγγισης του Νικολαϊδη στην πλειοψηφία των ταινιών που ακολούθησαν.
Σήμερα είναι πιθανότατα πιο γνωστός για το Singapore Sling, μια αλλόκοτη μίξη φιλμ νουάρ και τρόμου όπου το σεξ γίνεται παιχνίδι εξουσίας. Σκηνοθέτησε επίσης τη Γλυκιά Συμμορία (1983), την Πρωινή Περίπολο (1987), το Θα σε Δω στην Κόλαση, Αγάπη μου (1999) και το Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα (2002).
Τον Νοέμβριο του 2005, μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας του ταινίας The Zero Years, μια ιστορία διαστροφής και σεξουαλικής κυριαρχίας, ο Νικολαΐδης εγκαταλείπει το σινεμά.
Το αποφάσισα μόλις τελείωσα το σενάριο του «The Zero Years». Το «γιατί» βρίσκεται τελικά στο ότι (και ας ακούγεται υπερφίαλο…) το σινεμά πια είναι ένα πεδίο που δεν έχει μυστικά και το θεωρώ πλέον κατακτημένο χώρο. Εν ολίγοις, άρχισα να το βαριέμαι. Ασχολούμαι ήδη με αυτό 45 χρόνια, αρκετά. Τώρα θέλω ν’ ασχοληθώ με τη μουσική.
Οι ήρωες του Νικολαΐδη είναι απολύτως αντισυμβατικοί. Ζουν στο περιθώριο για να χαθούν στο τέλος, όχι από επαναστατικό μένος, αλλά από επιθυμία να πεθάνουν όποτε θέλουν και με τον τρόπο που θέλουν. Στις ταινίες του προβάλλει έντονα την αγωνία του για ένα μέλλον ζοφερό, εφιαλτικό και απρόσωπο, όπου ο ιδιωτικός χώρος ελέγχεται, τα συναισθήματα συνθλίβονται και ο έρωτας δεν έχει νόημα.
Το κύριο χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής προσέγγισης του Νικολαϊδη ήταν η κυριαρχία της μορφής πάνω στο περιεχόμενο. Αναζήτησε ασυνήθιστους τρόπους να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του κινηματογράφου, δημιουργήσε μία κινηματογραφική εικόνα που που συνδυάζει την ομορφιά και την ασχήμια, μια εικόνα με αλληγορίες και συμβολισμούς. Η επιρροή του “εκκεντρικού και αμφιλεγόμενου” σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη έφτασε μέχρι το εξωτερικό, με την ταινία του Ihor Podolchak Delirium (2013) να συγκρίνεται ευθέως από τους κριτικούς της Ουκρανίας με τα έργα του Νικολαϊδη.
Του άρεσε να βλέπει σινεμά. Όταν σταμάτησε να επισκέπτεται τις κινηματογραφικές αίθουσες έβλεπε έως και τρεις ταινίες την ημέρα σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο σπίτι του στην Κηφισιά. Αγαπημένοι του σκηνοθέτες οι Τζέρι Λούις, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Όρσον Γουέλς, Ρόμπερτ Όλντριτς, Ρόμπερτ Σιόντμακ και Τσάρλι Τσάπλιν. Από τους σύγχρονους ξεχώριζε τον Εμίρ Κουστουρίτσα, τον Μάικλ Γουίντερμποτομ και τον Λαρς φον Τρίερ. (πληροφορίες από wikipedia, sansimera.gr, tvxs.gr)
“Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα” αγαπητέ Νικολαΐδη… Διαφορετικά τραγούδια από τα δικά σου. Είναι και λίγο φάλτσα τα σημερινά κουρέλια. Άλλωστε και τα δικά σου ήταν. Ίσως να είναι για καλό, μιας και “ο χαμένος τα παίρνει όλα”…
Oι νέοι θεατές μ’ αγαπούν, όχι γιατί είμαι “οργισμένος”, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αλλά γιατί οι ταινίες μου δεν τους απαγόρεψαν ποτέ να με αμφισβητήσουν και ακόμα γιατί με επιμονή αρνήθηκα – γεγονός που το εκτίμησαν – τα δεκανίκια που σε τιμή προσφοράς διανέμει χρόνια τώρα η “καθώς πρέπει” ευρωπαϊκή προοδευτική διανόηση. Aρνήθηκα αυτό το παιχνίδι της προσφοράς και της τρομοκρατίας, έστω και αν προερχόταν καμιά φορά από τους θεατές, γιατί ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας, μια κρατική άποψη για το σινεμά και είναι γνωστό βέβαια πως το κράτος δεν πάει ποτέ σινεμά.