Λείπω από την Αθήνα του covid-19 εδώ και κάποιους μήνες. Επιστρέφω και τι να δω… Η πόλη μου σβήνει τα φώτα και μετά τις 00.00 γίνεται κολοκύθα!
Πρώτη βόλτα στην πόλη και με βρίσκει ως εξής:
Ένας μεγάλος περίπατος που τελικά ναυάγησε, και πριν προλάβω να τον περιπατήσω, ξηλώνεται και άντε γεια.
Περνάω με το αυτοκίνητο έξω από αγαπημένο μου μπαρ, το οποίο 23.55 παίζει ανελέητα ποτ πουρί μάλλον για να προλάβει να παίξει όλες τις επιτυχίες πριν βαρέσει το κουδούνι και σχολάσουμε.
Συνεχίζω τη Συγγρού και ένα αμάξι βρίσκεται σταματημένο με αλαρμ στη δεξιά λωρίδα. Έξω από αυτό ένας τύπος χορεύει ζεϊμπέκικο, Μητροπάνο για την ακρίβεια. “Έλα φίλε μου”, λέω, “δικός μας ειναι αυτός”. Στο διπλανό αμάξι κύριος με μάσκα κατεβασμένη και μούρη πιο κατεβασμένη κουνάει το κεφάλι του και απορεί. “Τι απορείτε κύριε, κάπως πρέπει να το παλέψουμε κι αυτό”. Αχ! Και πώς να το παλέψουμε σκέφτομαι και συνεχίζω να κατεβαίνω τη Συγγρού.
Μια μικρή στάση πριν το σπίτι με βρίσκει σε μια ατέλειωτη ουρά περιμένοντας για φαγητό, στο χέρι πάντα, έχει περάσει 00.00 πια, μην είσαι χαζή! Ουρά όχι αστεία! “Άραγε με τα νέα μέτρα θα γίνουμε όλοι χοντροί;”
Δε μας έμεινε και άλλη απόλαυση θα μου απαντήσω.
Ω καιροί ω ήθη! Και τι έτσι θα ζούμε τώρα; Θα τρέχουμε να προλάβουμε να ζήσουμε μέχρι τις 00.00, μετά θα πλένουμε τη μάσκα μας και πάλι απ’ την αρχή;
Και τα 24ωρα μαγαζιά τι θα κάνουν που πια δεν έχουν όνομα και υπόσταση; Οι πρωτοετής φοιτητές που θα έκαναν τις πρώτες τους εξορμήσεις στην πρωτεύουσα μέχρι την ανατολή του ηλίου και μετά θα πήγαιναν για βρώμικο στη Μιχαλακοπούλου;
“Θα προσαρμοστούν” μου απαντάω και πάλι όπως όλοι μας μάλλον.
Α! Χτες με κάλεσαν σε ένα γάμο! Ήμουν μέσα στην επίλεκτη εικοσάδα, με λες και τυχερή…