Αλλάζουν οι καιροί, οι άνθρωποι προχωράνε αγκαλιά με ουράνια τόξα και οι “Λαυρέντηδες”, οι δειλοί βασανιστές αυτού του κόσμου, προδίδονται από την ανυπόφορη μυρωδιά τους.
Όταν με βίασες πρώτη φορά φορούσα σορτσάκι και ξώπλατο κι είχα τα μαλλιά λυμένα κι ήμουν νέα κι όμορφη και τίποτα κακό δεν μπορούσε να μού συμβεί. Τίποτα λέμε τίποτα, γιατί είχα μπόντιγκαρντ γαμάτους κάτι νεράιδες κι ένα ξωτικό κι έναν τεράστιο ροζ μονόκερω που αν ήθελαν μαλάκα μου σε τσιμέντωναν σε χρόνο ντετέ.
Νόμιζα ότι ήμουν προφυλαγμένη από σένα τον βιαστή μου, από σένα τον κακοποιητή μου, από σένα το καθοίκι, από σένα το πατημένο το σκατό, από σένα που ήρθες να με βιάσεις και να με παραβιάσεις. Νόμιζα ότι με προστάτευε φυλαχτό βαφτισμένο στα σαράντα κύματα σε βυθούς με μαργαριτάρια, ιππόκαμπους και μικρές γοργόνες που αργοπέθαιναν από έρωτα.
Δούλευα. Και δε μίλησα.
Φοβήθηκα όχι εσένα, όχι τον ιδρώτα και τα βρωμόλογα σου. Φοβήθηκα να γυρίσω σπίτι χωρίς μεροκάματο, φοβήθηκα γιατί τα έξοδα τρέχουν, οι λογαριασμοί τρέχουν, η ζωή τρέχει ερήμην μου κι ερήμην των παιδιών μου. Φοβήθηκα. Και σώπασα.
Όταν με βίασες φορούσα σορτσάκι, φορούσα μπούργκα, δεν φορούσα τίποτα, φορούσα φούστα μακριά στον αστράγαλο, φορούσα γοβάκι κοκκινο σαν το αίμα, φορούσα γαρύφαλο στ’ αυτί, φορούσα ανέμους και θύελλες στα ξέπλεκα μαλλιά μου. Όταν με βίασες πρώτη φορά ήσουν ο αγαπημένος μου, ο άντρας μου, ο νταβατζής μου, το αφεντικό μου, ο πατέρας μου, ο γείτονας, ο ξένος για μένανε κι εχθρός. Με βρήκες στο δρόμο και με στρίμωξες, με πέτυχες μια νύχτα και με τσάκισες, μ’ έβλεπες στη δουλειά και με ξεφτίλισες, ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και με έριχνες στο πάτωμα. Γιατί μπορούσες. Απλά.
“Αχ βρε Λαυρέντη εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς” – πάνω σε κακό κρεββάτι γεννημένος. Εκεί σ’ έφτυσε σαν τη ροχάλα η μοίρα σου, εκεί με τους όμοιούς σου μωρέ, αυτούς με τα ματάκια τα φιδίσια, τη γλώσσα κόμπρας την ασορτί και τα λευκά σοσόνια στην παρέλαση. Αυτούς που τους ξέρασαν σε αυτόν τον κόσμο μανάδες Ερινύες μαυροντυμένες και σκατογερασμένες πριν την ώρα τους με το σάβανο στην ψυχή και την κατάρα στο στόμα.
“Αχ βρε Λαυρέντη” κάθαρμα, εμείς ποτέ δεν θα γίνουμε σαν τα μούτρα σου. Εμείς γεννηθήκαμε στα μπλε νερά από πατέρα κοράλι και μάνα πεταλίδα, κι απ’ τους βυθούς του Μποτιτσέλι αναδυθήκαμε θεές, θεάρες κι ας ξεπέσαμε στο κωλόσπιτό σου γαμώ την τύχη μας.
Λαυρέντη, σου ‘χω νεάκια να σου πάει το σκατό στην κάλτσα. Αλλάζουν τα πράγματα, μωράκι μου. Αλλάζουν οι καιροί, η γη τρελαίνεται και χορεύει πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα, οι άνθρωποι γίνονται κεριά, γίνονται λαμπάδες αναστάσιμες, γίνονται κουκλίτσες με αλογοουρίτσες και σαν τόπι μαλαματένιο κλωτσάνε τη ζωή τους και την πάνε όλο και πιο μπροστά. Περπατανε αγκαλιά με ουράνια τόξα – κι όσο προχωράνε τόσο εσύ οπισθοχωρείς. Κι όσο οπισθοχωρείς, τόσο προχωράνε. Μισό βήμα κάθε φορά, ένα βήμα κάθε φορά, κι ένα ακόμα κι άλλο ένα και βάλε κι ένα για τον δρόμο μάστορα. Μαζί, όλοι μαζί ακόμα και στην κόλαση, κατάλαβες τώρα;
Σου ‘χω νεάκια, Λαυρέντη γίγαντα. Ως εδώ ήτανε τέρμα, δεν πάει παρακάτω, ό,τι έκανες. Τα παλιόσπιτά σου δεν είναι οι πατρίδες των ελεύθερων ανθρώπων. Τα σύνορα στις δικές μας πατρίδες τα έχουμε περιφράξει με κόκκινες καρδούλες, καρφωμένες σε ηλεκτροφόρα σύρματα. Κι αν κάνεις να περάσεις, θα σε προδώσει η μυρωδιά. Γιατί η μπόχα του σκατού στην κάλτσα είναι μεγάλος ρουφιάνος, αγάπη μου.
Το πρώτο μου κείμενο στο News247.gr αφιερωμένο σε δυο γυναίκες. Στην φυλακισμένη Μελέκ Ιπκ που σκότωσε τον άντρα της ύστερα από δώδεκα χρόνια κακοποίησης, βιασμών και βασανιστηρίων. Και στην Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου που κατήγγειλε τον βιασμό της, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια σιωπής.
Υ.Γ. Ο φίλος μας ο Λαυρέντης από το ποίημα Επιτύμβιον του Μανώλη Αναγνωστάκη.