Είναι κοινή διαπίστωση ότι η συμπόρευση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι επιτακτική ανάγκη στην ελληνική πολιτική ζωή. Αρκεί φυσικά η συμπόρευση να είναι στρατηγική – όχι απλώς εκλογική – και να γίνει στη βάση συγκεκριμένων όρων, όπως αναλύθηκε σε προηγούμενο άρθρο. Η ανάγκη για μια τέτοια πολιτική εξέλιξη πηγάζει από τις συνθήκες ιστορικής ασφυξίας που πλέον αντιμετωπίζει η χώρα, ιδίως το πλήρες οικονομικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, όπως επίσης αναλύθηκε σε άλλο άρθρο.
Η Ελλάδα χρειάζεται ριζική αλλαγή, ή όπως συχνά λέγεται, «ρήξη», που θα τη βάλει σε πορεία ανόδου. Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι το μόνο κομμάτι του πολιτικού φάσματος που μπορεί να ανοίξει έναν τέτοιο δρόμο. Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο της ρήξης στις σημερινές συνθήκες και πως αυτό καθορίζει τη συμπόρευση των ριζοσπαστικών δυνάμεων;
Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας – κυρίως της περιόδου 2010-2015 – είναι εξαιρετικά διδακτική. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποια ήταν τα καθοριστικά ζητήματα στις τότε συνθήκες: η έξοδος από την ΟΝΕ και η μονομερής άρνηση αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Τα δύο αυτά επίδικα αποκρυστάλλωσαν την ταξική αντιπαλότητα και, όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες ιστορικές καταστάσεις, χώρισαν την κοινωνία σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα ενστικτωδώς αντιλήφθηκαν την κοινωνική και εθνική σημασία της ρήξης, με αποκορύφωμα το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Τελικά βέβαια υπερίσχυσε η πλευρά της αστικής τάξης, με την ευρεία στήριξη μεσαίων στρωμάτων και των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρώπης, η ρήξη αποφεύχθηκε, και η χώρα οδηγήθηκε στο σημερινό αδιέξοδο.
Τι έλειψε την περίοδο εκείνη, πέρα από την πασιφανή αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να ηγηθεί δυναμικά της σύγκρουσης, να απεξαρτηθεί από τα ιδεολογήματα του ευρωπαϊσμού και να επιδείξει στοιχειώδη πολιτική εντιμότητα; Έλειψε το θετικό πολιτικό πρόταγμα, η αποφασιστική επιδίωξη της ιστορικής τομής που έχει ανάγκη η χώρα, δηλαδή της ανατροπής των κυρίαρχων ταξικών και γεωπολιτικών σχέσεων. Δεν υπήρξε βαθιά αντίληψη του περιεχομένου της ρήξης, ικανή να οδηγήσει σε ένα ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο που θα ξεπερνούσε τον αντιμνημονιακό ορίζοντα, χωρίς να υποτιμά την σημασία του ως απαραίτητο πρώτο βήμα.
Το αποτέλεσμα ήταν συντήρηση της ελπίδας για επιστροφή στην προ-2010 «κανονικότητα», αμυντισμός των αγώνων και υποτίμηση του μεγέθους του ιστορικού προβλήματος της χώρας από τις λαϊκές δυνάμεις που στρατεύθηκαν στην αντιμνημονιακή πάλη. Το ΟΧΙ του Ιουλίου 2015 δεν εντάχθηκε σε ένα συνολικότερο στρατηγικό σχέδιο εναλλακτικό προς τον ευρωπαϊσμό και αντίθετο στη συνθηκολόγηση.
Η κύρια ευθύνη ανήκει φυσικά στην τότε ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά καθοριστικές είναι και οι ευθύνες της αριστερής του πτέρυγας (στην οποία ανήκαν και οι γράφοντες) που δεν κατόρθωσε να συντάξει και να υπηρετήσει πολιτικά το απαιτούμενο σχέδιο. Σημαντικές είναι και οι ευθύνες της υπόλοιπης Αριστεράς, με το ΚΚΕ να είναι ουσιαστικά απόν κατά τη διάρκεια της βαθύτερης ταξικής σύγκρουσης μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ τα θραύσματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αποδείχθηκαν τελείως ανίκανα να βγουν από το περιθώριο.
Πρόκειται για τη δεύτερη ιστορική αποτυχία της Αριστεράς στη χώρα μας, μετά την τραγική, και πολύ πιο βαρύνουσα, δεκαετία του 1940. Οι δυνάμεις που επιδιώκουν τη συμπόρευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να εξετάσουν με ειλικρίνεια τη δεύτερη αυτή αποτυχία και τις σκληρές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει στρατηγικό πολιτικό σχέδιο που να αγγίζει την κοινωνία.
Ποια είναι, λοιπόν, τα ζητήματα που ορίζουν την απαιτούμενη ρήξη σήμερα;
Η ανάλυση που ακολουθεί παραθέτει δύο βασικούς άξονες που καλύπτουν κρίσιμα επίδικα της ταξικής πάλης. Δεν αποτελεί φυσικά ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, η κατάρτιση του οποίου νοείται μόνο ως μια συλλογική διαδικασία, που θα τροφοδοτείται από την εμπειρία των αγώνων και θα αποτελεί μέρος της συγκρότησης του ίδιου του πολιτικού υποκείμενου το οποίο θα αναλάβει να το φέρει εις πέρας. Αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι και το ιστορικό διακύβευμα για τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Εναλλακτική οργάνωση της οικονομίας
Ο πρώτος άξονας είναι η εκ βάθρων αλλαγή του μοντέλου «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας, που προϋπάρχει των μνημονίων, αλλά μετά από αυτά απέκτησε μια ακόμη πιο βίαιη νεοφιλελεύθερη και περιφερειακή όψη.
Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι βαθύτατα προβληματικός, όπως ήδη έχει αναλυθεί. Ο κατάλογος των αδυναμιών του είναι μακροσκελέστατος: αδύναμη βάση και χαμηλή παραγωγικότητα στη βιομηχανία, υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών και ιδίως του τουρισμού (με παράλληλη πορεία ραγδαίας διεθνοποίησης και καπιταλιστικής συγκέντρωσης), περιθωριοποίηση της γεωργίας (με καπιταλιστική συγκέντρωση γης σε κρίσιμες περιοχές, όπως η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία). Βασική μηχανή της «ανάπτυξης» παραμένει η άναρχη δόμηση και η αστικοποίηση, που έχουν πάρει νέες δηλητηριώδεις μορφές μέσω της κερδοσκοπικής αγοράς γης και ακινήτων στηριγμένης στον τουρισμό.
Τα αποτελέσματα είναι τελείως αρνητικά, με εντεινόμενες περιφερειακές ανισότητες, περιβαλλοντική καταστροφή και παράλληλη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η «ανάπτυξη» μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο οδηγεί σε συνεχή απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συνολική υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Απόρροια είναι η χρόνια διαφυγή του εργατικού δυναμικού προς μορφές μη-μισθωτής απασχόλησης που έχει ασυνήθιστη έκταση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ ακόμη χειρότερη είναι η διαφυγή της εκπαιδευμένης εργασίας προς το εξωτερικό.
Η μνημονιακή «ανάπτυξη» οδηγεί ακόμη σε συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, με απτό παράδειγμα την εξάπλωση των ανεμογεννητριών στις ορεινές περιοχές της χώρας όχι γιατί εφαρμόζεται ορθολογικό και βιώσιμο σχέδιο παραγωγής ενέργειας, αλλά γιατί ακολουθούνται οι «πράσινες» κατευθύνσεις της ΕΕ και διασφαλίζονται κέρδη για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αντικοινωνικό μοντέλο, εδραιωμένο εδώ και πολλές δεκαετίες, που προσαρμόστηκε στο λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο» της μεταπολίτευσης και κατόπιν στην «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας. Τα μνημόνια του αφαίρεσαν τους περιορισμούς που είχαν επιβάλλει οι κοινωνικές κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, μετατρέποντας την Ελλάδα σε βαλκανική εκδοχή νεοφιλελεύθερου παράδεισου.
Ποιο είναι το περιεχόμενο της ρήξης σε αυτό το κρίσιμο πεδίο; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι ήρθε η ώρα να αφεθούν κατά μέρος οι παιδαριώδεις απόψεις περί «διαχείρισης» που υποτίθεται ότι είναι το αντίθετο της «ανατροπής» του καπιταλισμού. Το πρόβλημα της «μεταρρύθμισης» απέναντι στην «επανάσταση» το έλυσε σε μεγάλο βαθμό η Ρόζα Λούξεμπουργκ εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ακόμη περισσότερο όμως το έλυσε στην πράξη η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το κόμμα των Μπολσεβίκων δεν πήρε την εξουσία με κεντρικό σύνθημα «Κάτω ο Καπιταλισμός», αλλά «Ειρήνη, Γή, Ψωμί». Δηλαδή, με συγκεκριμένες τομές που οδηγούσαν σε γενικότερη κοινωνική ανατροπή.
Στην Ελλάδα του 2023 η οργισμένη καταγγελία του εκμεταλλευτικού καπιταλισμού δεν έχει απολύτως κανένα πολιτικό αντίκρισμα. Το ζητούμενο είναι να υπάρξουν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αλλαγές στο άρρωστο οικονομικό μοντέλο, οι οποίες θα αντιστρέφουν την ταξική ισορροπία κατατείνοντας στη σοσιαλιστική ανατροπή του καπιταλισμού.
Τα πράγματα στο πεδίο αυτό είναι πολύ πιο σύνθετα από το 2015.
Η ελληνική οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη τη μακροπρόθεσμη δομική αλλαγή, με τόνωση της γεωργίας και της βιομηχανίας και σχετικό περιορισμό των υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού, αλλά και της εμπορίας ακινήτων και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πρώτα και κύρια όμως η κοινωνία έχει ανάγκη την άμεση προστασία των φτωχών στρωμάτων από την καταιγίδα που τα χτυπάει εδώ και χρόνια. Το θετικό για τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στα δύο αυτά ζητούμενα.
Η προστασία των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων απαιτεί αυξήσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, με αυτόματη αναπροσαρμογή, ώστε να καλύπτονται οι απώλειες από τον πληθωρισμό. Απαιτεί ακόμη δημόσιο έλεγχο των τιμών και των μηχανισμών παροχής ενέργειας και τροφίμων. Απαιτεί επίσης κούρεμα ιδιωτικών χρεών και σταμάτημα των κατασχέσεων κατοικιών. Απαιτεί, τέλος, συνολική ανασυγκρότηση της δημόσιας υγείας και παιδείας, η καταφανής διάλυση των οποίων έχει τεράστιες επιπτώσεις για το λαϊκό εισόδημα, την αξιοπρέπεια και την ποιότητα ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτά τα μέτρα προστασίας από την ίδια τους τη φύση πλήττουν την κυριαρχία του κεφαλαίου δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τις μακροπρόθεσμες δομικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα. Τρεις είναι οι βασικοί πυλώνες αυτών των αλλαγών: ο επαναπροσδιορισμός της θέσης της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, η απελευθέρωση από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, και ο οικολογικός σχεδιασμός της οικονομίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άρρωστο μοντέλο «ανάπτυξης» συνεχώς περιθωριοποιεί τη χώρα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Όσο περισσότερο διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους οι κυβερνώντες για την ανάγκη «εξωστρέφειας», τόσο πιο προβληματική γίνεται η συμμετοχή της Ελλάδας στην παγκόσμια οικονομία, με διεύρυνση του ελλείμματος εξωτερικών συναλλαγών και υποβάθμιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Η περιθωριοποίηση δεν πρόκειται να αντιστραφεί όσο θα καθορίζει την πορεία της χώρας το μεγάλο κεφάλαιο μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο.
Η εναλλακτική πρόταση θα πρέπει να επικεντρωθεί στους τομείς που η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα βασισμένα στην υψηλή εκπαίδευση του εργατικού της δυναμικού, τη δυνατότητα τεχνολογικής καινοτομίας, και την ύπαρξη φυσικών πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν με σεβασμό των περιβαλλοντικών ισορροπιών. Θα χρειαστεί οπωσδήποτε επιλεκτική στήριξη των παραγωγικών τομέων που διασφαλίζουν την εγχώρια κατανάλωση περιορίζοντας τις εισαγωγές, πλήρης έλεγχος της διακίνησης χρηματικού κεφαλαίου, δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, και επιλεκτική στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν πρόκειται ποτέ να λύσει αυτόν τον Γόρδιο Δεσμό. Αρκεί να αναφερθεί ότι για πάνω από μια δεκαετία ουσιαστικά αρνείται να επενδύσει και απλώς συσσωρεύει κέρδη. Μόνο o κρατικός παράγοντας μπορεί να κάνει τα βήματα ρήξης που απαιτούνται, με εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις και δημόσια ιδιοκτησία, βάζοντας τη χώρα σε άλλη πορεία.
Είναι φυσικά απολύτως αδύνατον για το κράτος να δράσει όπως απαιτείται χωρίς ολική ανάκτηση των εργαλείων άσκησης πολιτικής. Τίποτε δε μπορεί να γίνει χωρίς κυριαρχικό έλεγχο στις δημόσιες δαπάνες πέρα από τις δήθεν «ανεξάρτητες αρχές», στον φοροσυλλεκτικό μηχανισμό, στη νομισματική πολιτική, με πλήρη έλεγχο της κεντρικής τράπεζας, και στη συναλλαγματική πολιτική. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται απλώς για επαναφορά της ικανότητας άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και για αποκατάσταση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Τίποτε επίσης δε μπορεί να γίνει χωρίς δημοκρατική τομή στους «ενδιάμεσους» κρατικούς θεσμούς (κυρίως την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση) με στόχο τον απεγκλωβισμό τους από καπιταλιστικά και πελατειακά συμφέροντα και την εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων στο εσωτερικό τους. Τίποτε, ακόμη, δε μπορεί να γίνει χωρίς εκ βάθρων επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με πλήρη ανατροπή των αντεργατικών και αντισυνδικαλιστικών νόμων.
Με άλλα λόγια, καμία από τις απαραίτητες δράσεις δε μπορεί να υπάρξει χωρίς απελευθέρωση από το μνημονιακό πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Η ρήξη που απαιτείται για τη δομική αλλαγή του άρρωστου οικονομικού μοντέλου της χώρας και την ένταξη με διαφορετικούς όρους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας περνάει αναγκαστικά από τις Βρυξέλλες.
Τέλος, η απαραίτητη δομική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζεται τον οικολογικό σχεδιασμό. Με κανένα τρόπο δε σημαίνει αυτό την «πράσινη» αναβάπτιση της καταστροφικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που υπόσχεται η ΕΕ. Σημαίνει όμως το ορθολογικό σχεδιασμό της δομής της οικονομίας και της τομεακής κατανομής των δημόσιων επενδύσεων, ώστε η παραγωγή να είναι προσαρμοσμένη στις κοινωνικές ανάγκες με σεβασμό στο περιβάλλον. Tο μετωπικό σχήμα του Μελανσόν στη γαλλική Αριστερά έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή.
Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει σίγουρα να απαλλαγεί από την λογική της ανάπτυξης και της οικονομικής μεγέθυνσης ως αυτοσκοπού, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και τους φυσικούς όρους διαβίωσης των κοινωνιών. Εξίσου όμως επιβάλλεται και η απόρριψη της ιδεολογίας της «λιτότητας» που υποτίθεται ότι επιτάσσει η κλιματική αλλαγή, και μεταφράζεται σε μέτρα που συχνά στρέφονται κατά της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η οικολογική ανησυχία δεν είναι ταξικά ουδέτερη. Ο στόχος του περιορισμού των βλαπτικών για το περιβάλλον και την δημόσια υγεία δραστηριοτήτων (από τους τρόπους μετακίνησης, την ενέργεια, την εντατικοποιημένη γεωργία και την εξόρυξη, ως τη λεγόμενη «τουριστική βιομηχανία») θα πρέπει πάντα να συνδυάζεται με εναλλακτικές λύσεις προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, όπως η προτεραιότητα στα δημόσια μέσα μεταφοράς και στην επέκταση της μικρής κλίμακας ήπιας γεωργίας, ο κοινωνικός και ήπιος τουρισμός και η καταπολέμηση της ερήμωσης των περιφερειών.
Απεξάρτηση από το ευρωατλαντικό πλαίσιο
Ο δεύτερος άξονας είναι η ριζική αλλαγή του εξωτερικού προσανατολισμού της χώρας. Η εμπειρία του 2010-2015 κατέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο ότι για την Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, δε νοείται ρήξη με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, ακόμη και με τους μετριοπαθέστατους όρους του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, χωρίς ρήξη με το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό είναι η πιο βαθιά στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης, που υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή ακριβώς η επιλογή απειλήθηκε από την προοπτική εξόδου από το ευρώ και στάσης πληρωμών στο χρέος το 2015.
Όπως ήδη ειπώθηκε, η ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ παραμένει μονόδρομος για οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση, αλλά δεν τίθεται σήμερα με τους όρους του 2010-2015. Βασική γραμμή πλεύσης είναι η αταλάντευτη εφαρμογή του προγράμματος δομικής αλλαγής της οικονομίας και των ταξικών συσχετισμών. Αυτό σημαίνει προετοιμασία για την αντιμετώπιση των κινήσεων του ταξικού αντίπαλου, εντός και εκτός της χώρας. Τα βήματα οπωσδήποτε θα συμπεριλαμβάνουν τα όπλα του δίπτυχου του 2015 (εθνικό νόμισμα, διακοπή αποπληρωμής του χρέους), αλλά τα μονομερή μέτρα θα είναι ακόμη πιο δραστικά, καθώς οι μνημονιακές δεσμεύσεις έχουν πλέον αποκτήσει νομικό και θεσμικό υπόβαθρο, περιλαμβάνοντας και διάσταση διακρατικών συνθηκών. Οι συγκρούσεις προμηνύονται σκληρότατες.
Θα ήταν όμως κεφαλαιώδες λάθος να θεωρείται η ΕΕ ως ο μοναδικός εξωτερικός αντίπαλος ενός στρατηγικού σχεδίου ταξικής ανατροπής στην Ελλάδα. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει εδραιώσει την εξουσία της με ένα πλέγμα διεθνών συμμαχιών που ισοδυναμεί με απόλυτη πρόσδεση στο δυτικό στρατόπεδο υπό την ασφυκτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Στην αντιπαλότητά της με τον ανερχόμενο περιφερειακό ιμπεριαλισμό της Τουρκίας, έχει απόλυτα ευθυγραμμιστεί με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της περιοχής, το αιμοσταγές καθεστώς Αλ Σίσι, αλλά και το Ισραήλ που αποτελεί συνεχή και μέγιστη απειλή για τη διεθνή ειρήνη. Παράλληλα βέβαια φροντίζει να διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις με την κινεζική υπερδύναμη, ακόμη και με ανισομερείς όρους.
Η χώρα έχει μετατραπεί σε νατοϊκό ξέφραγο αμπέλι και προνομιακό πελάτη εξωφρενικών εξοπλιστικών προγραμμάτων με αδιαφανείς όρους. Συμμετέχει πλήρως στην κλιμάκωση του μιλιταρισμού στην Ευρώπη που τροφοδοτείται από την εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο της Ουκρανίας. Η επίκληση των κυριαρχικών δικαιωμάτων νομιμοποιεί τυχοδιωκτικές επιδιώξεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι συντηρείται ένα εθνικιστικό κλίμα που εμποδίζει την ψύχραιμη αντιμετώπιση των κινήσεων του Ερντογάν και συγκαλύπτει ολιγαρχικά συμφέροντα (των πολυεθνικών των υδρογονανθράκων) με εντελώς αμφίβολο οικονομικό αντίκρισμα για την ελληνική κοινωνία (χωρίς καν να θίξουμε την οικολογική διάσταση).
Ρήξη σημαίνει το σπάσιμο αυτού του άκρως επικίνδυνου και απειλητικού για την εθνική κυριαρχία πλαισίου. Η έξοδος από το ΝΑΤΟ και το ξήλωμα των βάσεων είναι προϋποθέσεις για μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα, που επιδιώκει ισότιμη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Όχι απομονωτισμός και αυτάρκεια, αλλά ισορροπημένες συνεργασίες τόσο με την Ευρώπη όσο και με τους άλλους πόλους που αναδύονται στο υπό αναμόρφωση παγκόσμιο τοπίο. Και φυσικά προνομιακές σχέσεις με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις ανά τον κόσμο.
Πάγιος μπούσουλας της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε αυτά τα θέματα είναι ο διεθνιστικός ρεαλισμός. Δεν πρέπει να καλλιεργούνται αυταπάτες για την φύση των δυνάμεων που σήμερα ανταγωνίζονται το δυτικό ιμπεριαλισμό. Η Ρωσία και η Κίνα είναι καπιταλιστικές χώρες με αυταρχικά καθεστώτα. Η εξωτερική τους πολιτική καθορίζεται από τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στο εσωτερικό τους και αποσκοπεί στην αναβάθμιση της θέσης τους στην παγκόσμια οικονομία. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν σημεία αναφοράς, και πολύ περισσότερο υποδείγματα, για το πολιτικό σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι δυνάμεις της ρήξης στην Ελλάδα οφείλουν εν τούτοις να διαχωρίσουν ανάμεσα στον κυρίαρχο ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και τους δευτερεύοντες ιμπεριαλισμούς που τον αντιμάχονται. Μια κυβέρνηση που όντως επιδιώκει την εθνική ανεξαρτησία οφείλει να αναζητήσει κάθε διαθέσιμο στήριγμα, να εκμεταλλευτεί κάθε ρωγμή στο παγκόσμιο σύστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πρωταρχικό αντίπαλο, χωρίς να ανοίγει ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την εθνική ανεξαρτησία μιας σχετικά μικρής χώρας. Ο πραγματικός διεθνισμός ξεκινάει πάντα από μια νίκη σε εθνικό επίπεδο που δίνει στην διαδικασία κοινωνικής ανατροπής τη δυνατότητα να επεκταθεί τουλάχιστον σε μια ευρύτερη περιοχή. Σε τελική ανάλυση, η αντικαπιταλιστική προοπτική κρίνεται ιστορικά από την ικανότητα ανατροπής των συσχετισμών σε διεθνές επίπεδο.
Ο στρατηγικός στόχος
Η υλοποίηση όλων των παραπάνω είναι αδιανόητη αν δεν τεθεί παράλληλα το ζήτημα της εξουσίας.
Εξουσία, σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από την κυβέρνηση. Η ισχύς της άρχουσας τάξης βασίζεται στον έλεγχο της οικονομίας, των ιδεολογικών μηχανισμών (με κεντρικό πλέον τον ρόλο των ΜΜΕ) και του κράτους, ειδικότερα του σκληρού πυρήνα του, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Το κράτος είναι καθοριστικό πεδίο της σύγκρουσης για την εξουσία. Η εμπειρία αριστερών κυβερνήσεων κατά μήκος και πλάτος της υφηλίου δείχνει ότι απαιτείται ριζική αλλαγή του κράτους, χωρίς την οποία η κυβερνητική εξουσία καταλήγει απαρέγκλιτα σε άνευ όρων συμβιβασμό με τα αστικά συμφέροντα.
Η ριζική αλλαγή πρέπει ξεκινάει από την αντίληψη του ίδιου του κράτους ως πεδίου ταξικής σύγκρουσης και όχι απλώς ως εργαλείου της αστικής εξουσίας. Στην Ελλάδα, με το άρρωστο μοντέλο «ανάπτυξης» και τις υποτελείς ευρωατλαντικές συμμαχίες, τα ταξικά συμφέροντα συγκρούονται έντονα στη βαθιά προβληματική δημόσια διοίκηση, αλλά ενυπάρχουν και στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας, με τα τελευταία να δείχνουν όλο και σκληρότερο πρόσωπο, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός διαβρώνει το κοινωνικό σώμα.
Ριζική αλλαγή του κράτους σημαίνει συγκρουσιακή διαδικασία εκδημοκρατισμού που εδράζεται στο σπάσιμο του εναγκαλισμού με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και με το θεσμικό καθεστώς των μνημονίων. Μόνο έτσι θα εκλείψει η συστημική διαφθορά που έχει πλέον γίνει μόνιμη μνημονιακή πραγματικότητα.
Σημαίνει επίσης ολική αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης με όρους διαφάνειας και ελέγχου «από τα κάτω», δηλαδή με δημοκρατική συμμετοχή, ώστε να διαμορφώνονται οι προτεραιότητες προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας και να προωθείται η δομική αλλαγή της οικονομίας.
Σημαίνει, τέλος, εξουδετέρωση κάθε δυνατότητας εκτροπής, με απεξάρτηση του στρατεύματος από το νατοϊκό πλαίσιο, δραστικό περιορισμό του πεδίου δράσης των σωμάτων ασφαλείας, εξάρθρωση των αντιδραστικών θυλάκων στο εσωτερικό τους και εκδημοκρατισμό σε όλα τα επίπεδα.
Είναι φανερό ότι για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με εδραιωμένο κοινοβουλευτισμό και δυνατότητα μαζικής πολιτικής για την Αριστερά, η ριζική αλλαγή του κράτους απαιτεί τη συγκρότηση μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, με πλειοψηφική δυναμική, εντός και εκτός του κοινοβουλίου. Η κοινωνική αυτή συμμαχία στην οποία προσβλέπει – και την οποία επιδιώκει να εκφράσει – η συμπόρευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει στον πυρήνα της την εργατική τάξη, το σύνολο της υπό εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας, και επεκτείνεται στη μεγάλη μάζα των αγροτικών στρωμάτων και σε ευρύτατα μικρομεσαία στρώματα που δεν έχουν καμία ελπίδα μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο.
Στρατηγικός στόχος δε μπορεί παρά να είναι, λοιπόν, η ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα υπηρετεί ένα μεταβατικό σχέδιο ρήξης και θα στηρίζεται σε λαϊκή κινητοποίηση με τη δική της αυτόνομη δυναμική και οργανωμένη υπόσταση. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την «Προοδευτική Διακυβέρνηση» που επαγγέλεται ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ένα απολύτως συστημικό μόρφωμα, χωρίς την παραμικρή επιδίωξη ρήξης.
Η συμπόρευση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα θέσει ως απαράβατο όρο την πλήρη απόρριψη οποιασδήποτε στήριξης ή συνεργασίας με την «Προοδευτική Διακυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο έτσι θα μπορέσει να υπηρετήσει το δικό της στρατηγικό στόχο εξουσίας.
Αυτός ο δρόμος σίγουρα δεν είναι εύκολος. Οι σημερινές συνθήκες της χώρας είναι όμως τόσο ασφυκτικές που καθιστούν τη ρήξη όχι μόνο αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα και τη μοναδική ρεαλιστική επιλογή. Το ΟΧΙ του Ιουλίου του 2015 έδειξε ότι ο λαϊκός παράγοντας, όταν κατανοεί ότι κρίνεται η τύχη της χώρας και διαφαίνεται απτά η δυνατότητα μιας διαφορετικής πορείας, βγαίνει στο προσκήνιο, ανατρέπει τα δεδομένα και είναι έτοιμος να αναλάβει το ενδεχόμενο κόστος της ρήξης. Καθήκον της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να δείξει «εδώ και τώρα», με συγκεκριμένα βήματα, ότι έχει πάρει το μάθημα της πρόσφατης ιστορίας και μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.