Ο κανιβαλισμός της «αγέλης»
Της Αθηνάς Χατζηαθανασίου
Μία εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Μάλλον ταπεινός αριθμός λέξεων θα λέγαμε σε σύγκριση με τις εκατομμύρια λέξεις που διαθέτει το πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο. Κι όμως αυτή η εικόνα έχει τη δύναμη να μας δημιουργεί de facto πεποιθήσεις που και μία αντιθετική εικόνα, ερχόμενη δεύτερη και καταϊδρωμένη, δε θα μπορούσε να αντικρούσει.
Θα αρχίσω με κάποιες θεωρητικούρες. Έτσι για να επικαλεστώ άλλους, μεγάλους, και να προσδώσω επιπλέον αξία στα λεγόμενά μου. Το “studium” του Ρολάν Μπαρτ, το πεδίο δηλαδή της φωτογραφίας το οποίο «υπόκειται σε κώδικες», η πληροφορία, δηλαδή, της εικόνας, η κοινωνική σημασία της κλπ. εγείρει συναισθήματα και μας προτρέπει αναπόφευκτα σε κρίσεις η οποίες δημιουργούν περαιτέρω συναισθήματα κ.ο.κ. Για παράδειγμα, ένα παιδάκι είναι πέρα για πέρα αξιαγάπητο γιατί αντιπροσωπεύει μία ευάλωτη, μη ανεξάρτητη ομάδα, οπότε μία φωτογραφία στην οποία είναι μόνο του και κλαίει μας δημιουργεί συμπόνοια, συνάγουμε ότι κάποιος το στεναχώρησε και έπειτα νιώθουμε αγανάκτηση για εκείνον.
Αλλά είναι μία εικόνα, συνοδευόμενη ή και όχι από μία λεζάντα, αρκετή για να ξεδιπλώσει μπροστά μας μία αλήθεια; Εξαρτάται από το ποια αλήθεια μας ενδιαφέρει…
Μία από τις πολλές υποκειμενικές αλήθειες που φωνάζει μια εικόνα είναι εκείνη του παιδιού που απεικονίζεται. Η πιο εύκολη αλήθεια απ’ όλες: στεναχωρήθηκε με κάτι και κλαίει. Η αλήθεια του παιδιού είναι πολύ δραματική. Μα πράγματι, δεν είναι δραματικό το να σου παίρνουν απ’ τα χέρια το παιχνίδι όταν είσαι τριών; Δεν είναι σκληρό να σου παίρνουν ΙΟΝ σοκολάτα ενώ εσύ ήθελες Παυλίδης φράουλα; Δεν είναι άκαρδο να σε βάζουν για ύπνο το μεσημέρι ενώ θέλεις να δεις Κάντυ-Κάντυ; Ποιος να θυμάται άραγε την Κάντυ-Κάντυ; σήμερα ίσως θα έπρεπε να αναφέρω την Πέπα το γουρουνάκι αλλά δε θα το κάνω, επιδεικνύοντας με καμάρι έναν κάποιο βιολογικό συντηρητισμό όπου «ο παλιός είναι αλλιώς».
Η αλήθεια του παιδιού δεν είναι λιγότερο αλήθεια από την αλήθεια του γονιού. Και η μόνη δικαιολογία που έχει στα μάτια του τρίτου παρατηρητή ένας γονιός, όταν ένα παιδί κλαίει, είναι να έχει πεθάνει. Αν ο γονιός δε ζει, τότε η συμπόνοια για το ορφανό παιδάκι μεγαλώνει και η αλήθεια του γονιού είναι επίσης δραματική. Αν όμως δεν έχει πεθάνει, καμία από τις αλήθειες του γονιού δεν ικανοποιεί την αδηφάγα περιέργεια του τρίτου που παρατηρεί: εφόσον το παιδάκι κλαίει, φταίει ο γονιός, άρα ο γονιός δεν είναι καλός γονιός. Ένας κάπως σοφιστικός συλλογισμός αν αναλογιστεί κανείς τις μύριες αλήθειες του γονιού, κάποιες αλήθειες όπως: «το παιδάκι έκανε αταξία και ο γονιός το μάλωσε» ή «το παιδάκι θέλει ένα παιχνίδι και ο γονιός αρνείται να του το πάρει είτε γιατί στο σπίτι έχει άλλα 100 είτε γιατί δεν έχει χρήματα να του το πάρει».
Και με μία σύνθεση των παραπάνω, έρχεται η επικίνδυνη αλήθεια. Επικίνδυνη γιατί επιδέχεται πολυπρισματικές διαστρεβλώσεις οι οποίες μπορεί να πληγώσουν- ακόμη και θανάσιμα κάποιες φορές- όσους απεικονίζονται ή συμμετέχουν έμμεσα όταν η φωτογραφία αξιολογείται. Αυτή η επικίνδυνη αλήθεια είναι η αλήθεια του παρατηρητή.
Είναι εντυπωσιακό πως η αλήθεια αυτή φιλτράρεται σχεδόν πάντοτε από μια «λαγνεία» επίκρισης. Όσο αθώες και να είναι οι αλήθειες των συμμετεχόντων στην εικόνα, φιλτραρισμένες από μία ντετεκτιβική καχυποψία δείχνουν ένοχες. Αν μη τι άλλο τι ενδιαφέρον έχει ένα παιδάκι που κλαίει γιατί θέλει να παίξει στη μέση του δρόμου και ο γονιός δεν το αφήνει γιατί μπορεί να το χτυπήσει αυτοκίνητο; Το ενδιαφέρον κορυφώνεται μόνο στην περίπτωση που μπροστά μας έχουμε έναν αδιάφορο γονιό που απλώς αφήνει το παιδί του να κλαίει ή ακόμη χειρότερα έναν γονιό που το χτυπάει.
Το φαινόμενο αυτό σε συνδυασμό με τον κανιβαλισμό της «αγέλης», της αναζήτησης συμπαράστασης σε μία επίκριση και η προσωπική ικανοποίηση σε περίπτωση επιβεβαίωσής της, κοινώς «όσο περισσότεροι τα χώσουμε τόσο καλύτερα» ή «πες τα χρυσόστομε για να μη φανώ εγώ μόνο κακός» οδηγούν σε στρεβλές πεποιθήσεις η οποίες πωλούνται, σε τιμή ευκαιρίας μάλιστα, ως «αλήθειες». Και αυτές οι αλήθειες φαίνεται να μας αφορούν, μιας και στον κόσμο της εικόνας και της ταχύτατης μετάδοσής της μέσω του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων, τα σχόλια και οι επικρίσεις δίνουν και παίρνουν και οι αλήθειες αυτές γίνονται το πιο δημοφιλές καταναλωτικό αγαθό.
Μπορεί τελικά μία εικόνα να μας δικαιώσει; Είναι βέβαιο πια ότι 1000 λέξεις δεν είναι αρκετές να αποκαλύψουν την- ας πούμε- αντικειμενική αλήθεια, μια αλήθεια-νεράιδα που ανήκει στο χώρο του φαντασιακού και δεν απαντάται παρά στη ρομαντική μας ανάγκη να ερμηνεύουμε με ακλόνητες πεποιθήσεις τον κόσμο γύρω μας. Αλλά πώς μια ερμηνεία μπορεί να είναι σταθερή και ακλόνητη πάνω σε μια γη που γυρίζει;