Ο Βασίλης Βασιλικός σκιαγραφεί το “πορτραίτο” του Νίκου Ζαμπέλη
Ονομάζομαι Νικόλαος Ζαμπέλης, του Παναγιώτου και της Κερασιάς.
Γεννήθηκα στη Λευκάδα στις 19 Γενάρη 1945. Με τον Αλέξανδρο Παναγούλη υπάρχει συγγένεια. Είναι δεύτερος ξάδερφός μου.
Ανατρέχοντας στη Βιβλιογραφία του Βασίλη Βασιλικού 1949-1982, που συνέταξε με αξιοζήλευτη μεθοδικότητα ο Γιώργος Γιάνναρης (Δωρικός, 1982), εντοπίζει κανείς τη σύντομη, θνησιγενή θα έλεγε κανείς, διαδρομή του βιβλίου «Νίκος Ζαμπέλης – Το πορτραίτο ενός αγωνιστή», γραμμένου μεταξύ Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 1972: αποσπάσματά του δημοσιεύονται το πρώτον στην «Ελεύθερη Ελλάδα» (12.7.1973), για να συμπεριληφθεί την ίδια χρονιά στη Ρώμη (Tipographia Salemi) στη σειρά των τίτλων που στέγασαν οι ιστορικές εκδόσεις 8½, όταν ο (αυτο)εξόριστος συγγραφέας έχει μετατραπεί σε «ανεξάρτητο παραγωγό» και «πλανόδιο πλασιέ» του έργου του, και έναν χρόνο αργότερα, στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στροβιλιζόμενη στη μεταπολιτευτική ευφορία, από τις εκδόσεις Πλειάς, που κάλυψαν σημαντικό μέρος του έργου του Βασίλη Βασιλικού, τέλος, 39 χρόνια μετά συμπεριλαμβάνεται στη δίτομη, συγκεντρωτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, της περιόδου 1968-1973, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Παπαζήση, το 2012, με τον τίτλο «8½».
Αυτή είναι η εκδοτική πορεία ενός έργου του συγγραφέα για έναν ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύτερο κοινό ήρωα της ελληνικής αντίστασης την περίοδο που κυριαρχούσαν οι «συνταγματάρχες» στα πολιτικά πράγματα του τόπου.
Το βιβλιαράκι αυτό, που συνθλίβεται από τον όγκο των βιβλίων του συγγραφέα, είχε τραβήξει από την πρώτη κιόλας έκδοσή του το ενδιαφέρον μου για πολλούς λόγους:
Πρώτον, διότι συνδεόταν άρρηκτα και συγγενικά, θα έλεγε κανείς, με την πρώτη και μοναδική απόπειρα τυραννοκτονίας στη σύγχρονη Ελλάδα, ήγουν με το παράτολμο εγχείρημα του Αλέξανδρου Παναγούλη να «τινάξει στον αέρα» τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, που εκείνη τη μέρα, Τρίτη 13 Αυγούστου 1968, βρισκόταν στην «προεδρική» Lincoln Continental, καθ’ οδόν προς Αθήνα από το Λαγονήσι, 16 μήνες σχεδόν μετά το πραξικόπημα και πέντε χρόνια πριν από τη θεαματική «εκτέλεση» του Λούις Καρέρο Μπλάνκο από τη βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ.
Δεύτερον, διότι μέσα από τη λιτή, αλλά παραστατική αφήγηση του Ζαμπέλη «περνάει» όλη η Ελλάδα, η Αθήνα πρωτίστως, εκείνης της εποχής: το βαρύ πολιτικό κλίμα, όπως διαμορφώνεται από τους «κολονέλους» που επιβάλλουν στυγνά τον στρατιωτικό νόμο, κυρίως το πρώτο διάστημα της κυριαρχίας τους, η «γκρίζα καθημερινότητα» πίσω από τη φαινομενική ομαλότητα, ο φόβος και το διάχυτο κλίμα καχυποψίας, οι «ανθρωποφύλακες», τα κολαστήρια (Μπουμπουλίνας, κρατητήρια της ΕΣΑ) και οι συνθήκες στις φυλακές, οι μεμονωμένες αντιστασιακές δράσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή η, έστω αποτυχημένη, απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή από κόμματα και αντιστασιακές οργανώσεις, που πρέσβευαν κυρίως την αναγκαιότητα της οργανωμένης πάλης, ενώ κάποιοι προϋπέθεταν και την καθοδήγηση από την (πολυδιασπασμένη) Αριστερά.
Τρίτον, τόσο ο Παναγούλης όσο και ο Ζαμπέλης, κεντρώας προέλευσης και οι δύο, ήταν ξεχωριστές περιπτώσεις, έξω από κομματικές γραμμές και πολιτικές αναλύσεις, πρόδρομοι κατά κάποιον τρόπο των Tupamaros, περισσότερο όμως διαισθητικά παρά στρατηγικά, ως προς τον τρόπο που ενήργησαν.
Τέταρτον, διότι ως μαρτυρία, λογοτεχνικά μεταποιημένη διά χειρός Βασίλη Βασιλικού, στη μορφή της docu-fiction, αποτελεί ένα σημαντικό τεκμήριο: της προσωπικής αλλά και πολιτικής στάσης απέναντι σ’ ένα τυραννικό καθεστώς, της αίσθησης του πατριωτικού καθήκοντος, με έσχατη καταφυγή σε ακραία μέσα, και της προετοιμασίας ενός παράτολμου εγχειρήματος έξω από την κυρίαρχη λογική της αντίστασης που, σε συνθήκες διάσπασης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και του αντιδικτατορικού αγώνα στο εξωτερικό, αλλά και των συστηματικών πολιτικών διώξεων, δεν ευνοούσε την αυτόνομη δράση μικρών πυρήνων αγωνιστών, όπως ήταν η οργάνωση Ελληνική Αντίσταση.
Χωρίς πολιτική καθοδήγηση και κάλυψη, ούτε όμως και με τα χαρακτηριστικά μιας, πρώιμης έστω, οργάνωσης «αντάρτικου πόλης», αφού αυτές οι ανατρεπτικές πρακτικές, αντίθετα με τη Λατινική Αμερική (Ουρουγουάη, Αργεντινή κ.α.), ήταν μάλλον άγνωστες εκείνα τα χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με εξαίρεση την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία και εν μέρει τη Γαλλία, η απόπειρα ήταν ουσιαστικά ένα απονενοημένο, τολμηρό και μοναχικό βήμα που ξεπερνούσε κατά πολύ τη λογική, την πρακτική, αλλά και την ιδεολογία των κυρίαρχων αντιστασιακών οργανώσεων. Παράλληλα, εξέφραζε μια διπλή αντίφαση: αφ’ ενός, συγκρουόταν έμπρακτα με την πολιτική θέση του Αλέκου Παναγούλη («Είμαι εναντίον των πολιτικών δολοφονιών και της βίας ως μεθόδων πολιτικού αγώνος») και, αφ’ ετέρου, με την αποτυχία της, επέφερε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα, ενδυναμώνοντας σχετικά το «καθεστώς», που την εκμεταλλεύτηκε αρκούντως σε κατασταλτικό και προπαγανδιστικό επίπεδο, και προκαλώντας ένα γενικότερο «μούδιασμα» στον ελληνικό λαό.
Ανάμεσα στο «Ζ», το «Μαγνητόφωνο» και τον «Θάνατο του Αμερικάνου», ο Βασίλης Βασιλικός, ως «αφηγητής της Ρωμιοσύνης», καταθέτει μια συγκλονιστική, αυθεντική μαρτυρία αγώνα, βασανιστηρίων, φυλακής και (μυθιστορηματικής) απόδρασης, σαν ένα χρονικό «της εποχής της βαρβαρότητας», αλλά και ως επιτομή βιογραφίας ανθρώπων που ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι στους ένστολους σφετεριστές της εξουσίας: Αλέξανδρος Παναγούλης, Νίκος Ζαμπέλης, Περικλής Κοροβέσης, Αμαλία Φλέμιγκ, Κίττυ Αρσένη, Αναστάσιος Μήνης, Σπύρος Μουστακλής και εκατοντάδες άλλοι αγωνιστές που «γεύτηκαν» τις φυλακές, τις εξορίες και τα μπουντρούμια της χούντας.
Η επανέκδοση αυτή, 47 χρόνια μετά, είναι ένα είδος «αντι-προσκλητήριου» και, κυρίως, αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής προς όλους εκείνους που σε πραγματικά «σκοτεινούς καιρούς» έκαναν το καθήκον τους, πρωτίστως «τοις ένδον ρήμασι πειθόμενοι».
Το βιβλίο διατίθεται αυτό το Σαββατοκύριακο με την Εφημερίδα των Συντακτών.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr