Η ιστορία αυτή δεν είναι πρωτόγνωρη. Πέραν του αδίκου που κραυγάζει όταν δολοφονείται ή ξυλοκοπείται ένας άνθρωπος και το οποίο πρωτίστως απασχολεί την επικαιρότητα, διαφαίνεται και μια λεπτομέρεια που είναι άξια συζήτησης: άμεση αντίδραση των παρευρισκομένων σε τέτοια περιστατικά είναι … να βγάλουν τα κινητά τους, να βιντεοσκοπήσουν τη σκηνή και στη συνέχεια να ανεβάσουν το σχετικό βίντεο στο διαδίκτυο.
Την απάντηση για τη νομιμότητα της βιντεοσκόπησης τέτοιων περιστατικών μας έδωσαν η Φιλαρέτη Κουϊμτζή-Φιλαρέτου, ασκούμενη δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ και ο Νεόφυτος Σακελλαρίδης Μάγκουρας, υποψήφιος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης:
“Η βιντεοσκόπηση της αστυνομικής δράσης και η ανάρτηση του σχετικού βίντεο φαντάζει διαισθητικά αυτονόητο δικαίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Με τη βιντεοσκόπηση, η αστυνομική δράση ελέγχεται από κάτω προς τα πάνω, κατά τρόπο που εγγυάται τη διαφάνεια αλλά και την υπευθυνότητα των οργάνων της. Χωρίς βιντεοσκόπηση, τέτοιες καταστάσεις δύσκολα θα έρχονταν στο φως, και σίγουρα όχι στην κλίμακα και στην ταχύτητα που παρατηρείται. Χωρίς αυτήν, πιθανώς οι αστυνομικοί να μην καλούνταν καν να λογοδοτήσουν. Όπως είδαμε με την απαγγελία κατηγοριών στον αστυνομικό της υπόθεσης Floyd, η διάδοση των βίντεο αναδεικνύεται σε ικανότατο μοχλό πίεσης για να εφαρμοστεί η νομιμότητα ακόμη και στο μονοπώλιο της κρατικής βίας.
Στην Ελλάδα, έχουμε κατά νου παρόμοιες υποθέσεις στις οποίες η βιντεοσκόπηση έδωσε το έναυσμα για λεπτομερή έλεγχο της αστυνομικής δράσης. Όλοι θυμόμαστε την ‘υπόθεση της ζαρντινιέρας’ με τον βαρύ ξυλοδαρμό του φοιτητή Α. Δημητρίου το 2006, ή πιο πρόσφατα, το περιστατικο βίας στα Σεπόλια. Είναι πιθανό ότι χωρίς αυτές τις βιντεοσκοπήσεις ο επακόλουθος έλεγχος της αστυνομίας δεν θα γινόταν ή θα γινόταν διεκπεραιωτικά, ελλείψει κοινωνικής κατακραυγής. Και πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω, αν η αστυνομία ήξερε ότι θα μπορούσε να καταγράφεται ανά πάσα στιγμή και από οποιονδήποτε ενώ ασκεί τα καθήκοντα της, θα αποθαρρύνονταν αυθαιρεσία και υπερβολική χρήση βίας από την ΕΛ.ΑΣ. Ωστόσο, δεδομένου του νομικού πλαισίου προστασίας της εικόνας και της ιδιωτικότητας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το μέσο νόμιμα στην Ελλάδα;
Η βιντεοσκόπηση και η διάδοση του υλικού στο διαδίκτυο ενέχει την σύγκρουση αντιτιθέμενων ελευθεριών και δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στα διεθνή κείμενα. H ελευθερία έκφρασης των πολιτών συγκρούεται με το δικαίωμα των αστυνομικών στην ιδιωτική ζωή και ειδικότερα η προστασία από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σίγουρα μας παραξενεύει ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στους αστυνομικούς όταν αυτοί δρουν ως όργανα του κράτους εντεταλμένα να ασκούν δημόσια βία και εξουσία (Απόφαση Buivids, 2019).
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: ποιο δικαίωμα θα υπερισχύσει; Η στάθμιση θα γίνει με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή αφότου εξετάσουμε αν η βιντεοσκόπηση (ή και ανάρτηση) αποτελείμέτρο κατάλληλο, αναγκαίο, και ανάλογο προς τον σκοπό που εξυπηρετεί, συνεπικουρία και των ειδικότερων κριτηρίων που προτάσσει σταθερά το ΕΔΔΑ. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι ο αστυνομικός αποτελεί φορέα δημόσιας εξουσίας, ότι η άσκηση των καθηκόντων του αποτελεί αντικείμενο γενικότερου δημοσίου ενδιαφέροντος, ότι καταγράφεται ενώ βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, καθώς και ο σκοπός αποτροπής της αυθαιρεσίας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βιντεοσκόπηση των αστυνομικών επεμβάσεων και η ανάρτηση του υλικού είναι καταρχήν σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας, και υπό τις ειδικές περιστάσεις της κάθε περίπτωσης. Βεβαίως οι πολίτες δεν πρέπει να παρακωλύουν την ενάσκηση των αστυνομικών καθηκόντων, ούτε να προκαλούν κίνδυνο σε τρίτους.
Ένας άλλος νομικός σκόπελος με τον οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι είναι ο Κανονισμός 2016/679 για την προστασία από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ΓΚΠΔ). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (Απόφαση Buivids, 2019), οι πολίτες που βιντεοσκοπούν αστυνομικούς μπορεί να τύχουν της ευνοϊκότερης μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στους δημοσιογράφους με αποτέλεσμα να απαλλαχθούν από πλήθος υποχρεώσεων, όπως η υποχρέωση διαγραφής του υλικού κατόπιν απαίτησης του αστυνομικού. Εδώ το Δικαστήριο προέβη σε διασταλτική ερμηνεία της έννοιας “δημοσιογραφική δραστηριότητα” περιλαμβάνοντας σε αυτή ανακοινώσεις πληροφοριών, απόψεων ή ιδεών με οποιονδήποτε τρόπο στο κοινό. Πάντως, ο ΓΚΠΔ δεν ρυθμίζει αναλυτικά τη λεγόμενη “δημοσιογραφική εξαίρεση”, αλλά εξουσιοδοτεί τα κράτη-μέλη όπως προβούν σε αυτό. Αν και η Ελλάδα συμμορφωθηκε με τον Ν. 4629/2019, η συμβατότητα της ελληνικής ρύθμισης με τον υπέρτερης ισχύος ΓΚΠΔ είναι αμφίβολη: η απαίτηση της προηγούμενης συναίνεσης του υποκειμένου (εν προκειμένω του αστυνομικού) αδυνατίζει την παρεχόμενη προστασία και υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της ρύθμισης, στις οποίες απέβλεψε ο ενωσιακός νομοθέτης.
Παρά τον νομικό λαβύρινθο, και βάσει των ανωτέρω νομικών συλλογισμών, θεωρούμε ότι η βιντεοσκόπηση των αστυνομικών επεμβάσεων είναι καταρχήν νόμιμη. Δυστυχώς στην πράξη – και σε αντίθεση με την πρακτική στις ΗΠΑ- η καταγραφή στην Ελλάδα γίνεται είτε από περαστικούς σε λίγες μεμονωμένες περιπτώσεις είτε από κλειστά κυκλώματα που τυχαίνει να υπάρχουν στο σημείο. Όμως οι πολίτες πρέπει να επαγρυπνούμε για την τήρηση της νομιμότητας σε μια δημοκρατία – και αρκεί, όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με πιθανή αυθαιρεσία, να ανοίξουμε την κάμερα των κινητών μας.
ΠΗΓΗ: thepressproject