Το tvxs προδημοσιεύει αποσπάσματα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη – Ένας ειρηνιστής στη δίνη του εμφύλιου διχασμού» που κυκλοφορεί στο τέλος της βδομάδας από τις εκδόσεις ΚΨΜ και παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη στις 19 Φεβρουαρίου και στην Αθήνα στις 22 του μήνα.
Η συγγραφέας Εύη Γκοτσαρίδη, επίκουρη καθηγήτρια βρετανικής ιστορίας και πολιτικής στο Université Polytechnique Hauts-de-France, καλύπτει ένα κενό στην πρόσφατη ιστοριογραφία όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ που αναφέρει έναν ακόμα λόγο να εκδοθεί το συγκεκριμένο βιβλίο:
«Επειδή τα τελευταία χρόνια, σε ένα κλίμα έλλειψης λογοδοσίας, αυθαιρεσίας και κρατικής βίας, τα ερωτήματα για το παρακράτος, την αντοχή του, τις νέες μορφές που παίρνει και τις νοσηρές σχέσεις με το κράτος έρχονται οδυνηρά στην επιφάνεια».
Το βιβλίο ακολουθεί την πορεία του Λαμπράκη, πολύ πριν την έντονη πολιτικοποίηση του και την εξέλιξη του σε έναν θρύλο. Από τις σχέσεις με τους γονείς του και τα χρόνια που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική, τα χρόνια της αφοσίωσης στον αθλητισμό και την επιστήμη και φτάνει στη δολοφονία του και το ωστικό κύμα που προκάλεσε στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας.
Η περιγραφή του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος σε κάθε φάση της ζωής του, «συναντά» αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο, πρακτικά της βουλής, λόγια και πράξεις συγγενών, φίλων, συναγωνιστών αλλά και αντιπάλων. Στο πλάι φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες δεν είναι ευρέως γνωστές. Κάπως έτσι η συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο μωσαϊκό του βίου και της δράσης του, κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ως το τέλος.
1ο απόσπασμα
Στα Δεκεμβριανά, ο Λαμπράκης, πιστός στις ηθικές αρχές του, αρνιόταν κατηγορηματικά να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε «φίλους» και «εχθρούς» του νέου κράτους. Έτσι, στο χειρουργείο του μαιευτηρίου « Έλενα» προσέφερε τις υπηρεσίες του σε όλους όσοι είχαν τραυματιστεί από τα κανόνια, τους όλμους, τα τουφέκια και τα αεροπλάνα του Σκόμπι, μαχητές και πολίτες, αριστερούς αντάρτες και στρατιώτες των κυβερνητικών δυνάμεων. Για ένα κράτος, όμως, που αισθανόταν «πολιορκημένο», το ανθρωπιστικό πνεύμα με το οποίο ο Γρηγόρης ασκούσε την ιατρική θεωρήθηκε προδοσία.
Γι’ αυτό, όταν οι βρετανικές στρατιωτικές ενισχύσεις νίκησαν τον ΕΛΑΣ αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί από τους Αμπελόκηπους, ο Γρηγόρης, παρόλο που ήταν άρρωστος από ίκτερο, κατηγορήθηκε ότι ήταν ένας τρομερός «σφαγεύς», ένας απαίσιος «εκδορεύς», που διέπραξε «ακατονόμαστα και φρικώδη εγκλήματα». Στις 20 Δεκεμβρίου 1944 συνελήφθη μαζί με τρεις αναπήρους και μεταφέρθηκε στη φυλακή στου Γουδή, όπου παρέμεινε έξι εβδομάδες. Αψηφώντας όμως την ασθένεια και την εξάντληση, αποφάσισε να κρατήσει στο εξώφυλλο από ένα συνταγολόγιο ένα πρόχειρο ημερολόγιο με τα κυριότερα περιστατικά της κράτησής του χρησιμοποιώντας λακωνικές φράσεις και συντομογραφίες. Η πρώτη καταχώριση, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου, αναφέρει:
Άρρωστος στο «Έλενα». Κράτηση από Εθνοφυλακή. Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Κλείσιμο του καλοριφέρ. Το βράδυ μετεφέρθημεν με τρεις ανάπηρους στου Γουδή, στους Ριμινίτες. Κοιμηθήκαμε και οι τέσσερεις πάνω σε μία κουβέρτα. Νύχτα τρομερή. Χίλιες δυο ανησυχίες. Να ’σαι αθώος και να τραβάς αυτά τα βάσανα.
Η δεύτερη καταχώριση, με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου, έχει ως εξής:
Στας 10:00 π.μ. μας εξήτασε ο λοχαγός κύριος Κανελλάκης. Θαυμάσιος. Προσπάθησε με τον κύριο Μπάρλα να με βγάλουν ελεύθερο ως πρωταθλητή, μα η ψεύτικη κατηγορία του υπομοίραρχου Γιαννόπουλου εμπόδισε.
Αργότερα την ίδια μέρα, μαζί με τους άτυχους συντρόφους του, οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί ένας αντισυνταγματάρχης της χωροφυλακής ονόματι Μπόγρης έκανε και αυτός μία ακόμα προσπάθεια να τον αποφυλακίσει, η οποία όμως δεν απέδωσε. Ωστόσο, η τύχη δεν τον εγκατέλειψε εντελώς, αφού ο αντισυνταγματάρχης Μπόγρης κατάφερε να τον στείλει στο αναρρωτήριο. «Σώθηκα! Έχω ακόμη ίκτερο», γράφει ο Λαμπράκης. Όμως, οι δυστυχείς τρεις ανάπηροι κατέληξαν «στους υγρούς θαλάμους του μπλόκου».
Στο αναρρωτήριο μαζεύτηκαν συνάδελφοί του και άλλοι γνωστοί για να μάθουν νέα. Ανάμεσά τους ήταν ο Μουζένης, ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο, ο Λεύκας, παθολόγος, ο Λεκατσάς, λογοτέχνης, «που έκανε αγγαρείες», ο Ανδριόπουλος, ο Γ. Παπαδόπουλος, ο Καραμαούνας και ο Λυμπερόπουλος. Υπήρχαν σαράντα σαστισμένες και καρτερικές ψυχές στο θάλαμο, όμως στα μάτια του Γρηγόρη αυτοί που ξεχώριζαν ήταν ένας καλόγερος από το Άγιο Όρος, που τους «έκανε ωραία προσευχή επί 15΄» και, ύστερα από μία ολόκληρη ζωή με νηστείες, έσπασε τον όρκο αποχής για πρώτη φορά τρώγοντας «κρέας από κονσέρβα», και «ο νεαρός Μιχαλάκης, 16 ετών, μαχητής του ΕΛΑΣ, που συνελήφθη στη Μάχη του Μακρυγιάννη».
Στις 24 Δεκεμβρίου ο Γρηγόρης έγραφε:
Παραμονή των Χριστουγέννων, χύσαμε το δοχείο με τα ούρα. Το φαγητό ήταν λιγοστό. Η προετοιμασία του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν συγκινητική: ένας πάσσαλος με χαρτόνια και βαμβάκι. Ετοιμάζεται το πρόγραμμα της Λειτουργίας με τον καλόγηρο, τον Λεκατσά και τον ιατρό Σιδέρη. Τους μίλησα επί δύο ώρες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έγινε η Λειτουργία (Εσπερινός) με θαυμάσιο κόρο.
2ο απόσπασμα
Από γράμμα σε έναν συγγενή του στην Αμερική στο οποίο θα διηγηθεί με χιουμοριστική και ειρωνική διάθεση τη δοκιμασία του:
Γιώργο μου,
Σήμερα βγήκα από την κλινική. Είχα πάθει διάσειση από τις 21 Δεκεμβρίου μέχρι και τις 27 Δεκεμβρίου 1961 από ξύλο, από την Αστυνομία τους. Εδώ, βλέπεις, η Αστυνομία μας είναι πολύ δημοκρατική και για προπόνηση δέρνει και τους βουλευτάς. Η μήνυσή μου στρέφεται εναντίον οκτώ αστυνομικών που με έδειραν. Βάστηξα καλά, όμως.
Λίγες μέρες μετά τις εκλογές, το Νοέμβριο του 1961, μεγάλες πλημμύρες προκάλεσαν πολλές καταστροφές στο Μοσχάτο και στις συνοικίες του Πειραιά. Σχεδόν αμέσως ο Γρηγόρης έτρεξε στα Καμίνια, στο Μπουρνάζι και στη Δραπετσώνα, στις γειτονιές των ναυτεργατών και των καπνεργατών, για να δει τις καταστροφές και να βοηθήσει όσο μπορούσε τους φτωχούς κατοίκους. Γράφει στο ημερολόγιό του:
Τρίτη 7/11/1961. Στις 09:00 πήγα στη συνοικία Καμίνια Πειραιώς. Εκεί ήλθε ο διοικητής Ασφαλείας του 8ου Τμήματος, Αϊδίνης, και με έβρισε. Δημοσίευσα επιστολή σε όλες τις εφημερίδες.
Τετάρτη 8/11/1961. Σήμερα πήγα με αντλίες στα Καμίνια. Ο Αϊδίνης ήλθε, με έβρισε, με συνέλαβε και με πήγε μέσα. Γιατί, είπε, διετάραξα την τάξη.
Ο Γρηγόρης βέβαια δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, προπαντός σε ό,τι αφορούσε τη συνηθισμένη αυταρχική συμπεριφορά της αστυνομίας. Στις 8 Νοεμβρίου, πριν κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο Κοινοβούλιο, πήγε στο γραφείο του υφυπουργού Ασφαλείας Δημητρίου Δαβάκη να διαμαρτυρηθεί για τη γελοία κατηγορία του Αϊδίνη. Εκεί ο υφυπουργός τον καθησύχασε ότι «επέπληξε τα παρεκτραπέντα αστυνομικά όργανα» και του «συνέστησε φιλικά» να αποφεύγει «τις έριδες μαζί τους».
Στις 9 Νοεμβρίου, μαθαίνουμε από την Αυγή, που δημοσίευσε την επιστολή του, ότι ο Αϊδίνης τον αποκάλεσε «κομμουνιστή, προδότη και προπαγανδιστή του ΠΑΜΕ». Αυτός του ανταπάντησε ότι η παρουσία του ως βουλευτή Πειραιώς ήταν «απαραίτητη δίπλα στους άτυχους συνανθρώπους του, οι οποίοι ήταν και ψηφοφόροι της εκλογικής του περιοχής». Ο διευθυντής της Αστυνομίας Πειραιώς Κοντογιώργος, στον οποίο οδηγήθηκε μετά, τον απείλησε ότι θα τον έστελνε στον εισαγγελέα, διότι η διάθεση αντλίας στους πλημμυροπαθείς συνιστούσε «ποινικό αδίκημα». Σε αυτόν ανταπάντησε ότι η σύλληψή του ήταν «παράλογη», διότι «κανονικώς θα έπρεπε να τύχει επαίνου διά την πράξιν του και όχι ύβρεων».
Κλείνοντας, προσέθεσε:
Ανεξαρτήτως του πώς θα δικαιολογηθούν, θλίβομαι βαθύτατα διότι αι Αρχαί επέδειξαν απέναντί μου αντιδημοκρατικόν πνεύμα και κακίαν προς το πρόσωπόν μου ως βουλευτού, την έννοιαν του οποίου ηθέλησαν να καταφρονήσουν.
3ο απόσπασμα
Σπάνια όμως ήταν και η μεγάλη στοργή που έτρεφε ο Γρηγόρης για τη μητέρα του, την Παναγιώτα. Δεν άντεχε να της χαλάει το χατίρι και πάντα προσπαθούσε να ικανοποιεί κάθε ανάγκη ή επιθυμία της. Γι’ αυτό την επισκεπτόταν τακτικά στο χωριό, για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά. Μια όμορφη φωτογραφία που διασώθηκε αποτυπώνει με ασύγκριτο τρόπο αυτά τα τρυφερά συναισθήματά του. Είναι τραβηγμένη στο γραφείο του. Η μητέρα του είναι καθιστή και ντυμένη με την καλή φορεσιά της και το μαύρο μαντίλι της. Αυτός στέκεται ελαφρώς πίσω της.
Φοράει μια λευκή ιατρική ρόμπα. Κάτω από τη ρόμπα, η κομψότητά του είναι άψογη: λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα. Ωστόσο, αυτό που κεντρίζει την προσοχή μας είναι η μεγάλη, δεξιά παλάμη του χεριού του πάνω στον ώμο της, που ακολουθεί προστατευτικά και χαϊδευτικά, σε μικρή απόσταση, το μάγουλό της, σαν να θυμόταν το περίγραμμα του σαγονιού της. Η ζωντάνια στα πρόσωπά τους και η χαρά στο βλέμμα τους, που ποζάρουν μαζί, είναι ολοφάνερα. Επίσης εντυπωσιακή είναι η ομοιότητα στα χαρακτηριστικά τους και στην έκφρασή τους: τα ίδια πυκνά και καμπυλωτά φρύδια, η ίδια σπίθα εξυπνάδας στα καστανά μάτια τους και το ίδιο πλατύ χαμόγελο χωρίς ίχνος προσποίησης.
4ο απόσπασμα
Ο Λαμπράκης και ο Σύλλας Παπαδημητρίου περπατούσαν προς το «Κοσμοπολίτ» πιασμένοι σφιχτά από το μπράτσο και ακολουθούμενοι από τον Ρηγόπουλο και τους υπόλοιπους. Όταν έφτασαν στην έξοδο της οδού Σπανδώνη, παρατήρησε ότι τρεις τέσσερις άγνωστοι, που έρχονταν από το πεζοδρόμιο της οδού Ερμού, κατευθύνονταν με απειλητικές διαθέσεις προς το μέρος τους. Εκείνη τη στιγμή ο Γρηγόρης απομακρύνθηκε λίγα βήματα από τη συνοδεία του προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να προσελκύσει την προσοχή της αστυνομίας.
«Να τοι πάλι. Κοιτάξτε κατάντημα!» φώναξε.
Ήταν τα τελευταία του λόγια.
Ώρα 22.15 από απόσταση έξι ως οχτώ μέτρων ακούστηκε το εκκωφαντικό μαρσάρισμα της μηχανής. Μέσα στο αργό σουρούπωμα αυτού του ανοιξιάτικου βραδιού ένα τρίκυκλο με καλυμμένες πινακίδες ξεπροβαλε αιφνιδιαστικά και χύθηκε πάνω του.