“Γιατί αποφασίσαμε να δολοφονήσουμε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο”… σαν σήμερα
Στις 13 Αυγούστου του 1968 ο Αλέκος Παναγούλης, μια από τις εμβληματικότερες μορφές του αντιδικτατορικού αγώνα, αποπειράται να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η επίθεση με τα εκρηκτικά στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου απέτυχε.
Ο Παναγούλης συνελήφθη και οδηγήθηκε στο κέντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ. Παρά τα όσα υπέστη από τους βασανιστές δεν μίλησε. «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» θα δηλώσει στη συνέχεια. Τον Νοέμβριο του 1968 καταδικάστηκε σε θάνατο. Χάρη στις διεθνείς αντιδράσεις η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε. Οδηγήθηκε στις φυλακές, όπως και οι ακόμα 11 συγκατηγορούμενοί του.
Ένας από τους συνεργάτες του ήταν ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια. Στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για την δικτατορία και την αντίσταση» (εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ») περιλαμβάνεται η – ιστορικής σημασίας – μαρτυρία του Λευτέρη Βερυβάκη για την απόπειρα δολοφονίας του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Σε αυτήν μιλάει για τη γνωριμία του με τον Α. Παναγούλη, τους σχεδιασμούς, αλλά και τους λόγους για τους οποίους αποφασίσαν να γίνει η απόπειρα δολοφονίας.
Ακολουθεί ολόκληρη η μαρτυρία του Λευτέρη Βερυβάκη
Το βράδυ της 20ης Απριλίου εις την Σόλωνος 39 γίνεται η πρώτη και τελευταία επίσημη εκδήλωση των Δημοκρατικών Συνδέσμων. Την ίδια ώρα που ο Παττακός προθέρμαινε τα τανκς στο κέντρο εκπαιδεύσεως τεθωρακισμένων στο Γουδί. Οι Δημοκρατικοί Σύνδεσμοι ήταν μια οργάνωση στελεχών που πρόσκειτο στην Ένωση Kέντρου αλλά που αθοδηγείτο από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο στόχος της ήταν να αναμιχθεί αμέσως εις τον εκλογικό αγώνα. Συγχρόνως είχαμε μια συνεννόηση με την αριστερά για να αντιδράσουμε σε περίπτωση πραξικοπήματος.
Το σχέδιο προέβλεπε, το είχε αναπτύξει εκτεταμένα στο περιοδικό “Νέοι Δρόμοι” ο Ανδρέας, ότι αυτομάτως θα έπρεπε όλοι να πάνε στις πλατείες και με κωδωνοκρουσίες να συνεγείρουν τον λαό. Για να κατευθυνθούμε όλοι μαζί προς το Σύνταγμα.
Την 21η Απριλίου κατέβηκα στην Ακαδημίας να συναντήσω τον πυρήνα που θα ερχόταν από τα άλλα κόμματα για να αντιπαρατεθούμε στην εκτροπή. Στην πλατεία που είναι μπροστά από την Ζωοδόχου Πηγής επί της Ακαδημίας. Ο μόνος τον οποίο συνάντησα ήταν ο Γρηγόρης ο Γιάνναρος. Δεν υπήρχε κανείς άλλος. Και αφού κοιταχτήκαμε καλά καλά και χαμογελάσαμε, αποχαιρετηθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε μόνο μετά από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Το ίδιο μεσημέρι ξεκινάμε μια πενταμελής επιτροπή και φτάνουμε εις του Ζωγράφου όπου υπήρχε ένας πολύ δυνατός πυρήνας Ανδρεϊκών. Με τις πρώτες επαφές οι οποίες έγιναν, οι αρνήσεις ήταν κάθετες. Δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τανκς. Τίποτα από αυτά τα οποία τότε λεγόντουσαν και γραφόντουσαν δεν λειτούργησε. Τα τανκς σταματάνε μόνο με τανκς.
Μετά ήρθα σε επαφή με τον Αλέξανδρο Παναγούλη. Ο Αλέκος από το 1960-1961 ήταν ένα μαχόμενο στέλεχος της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Πολλές φορές υπήρξαν περιστατικά στα οποία ήταν ο στόχος της επιθέσεως των ασφαλιτών εκείνης της περιόδου, μονολότι δεν εχαρακτιρίζετο ως κομουνιστής. Ο Αλέκος,όπως και πολλοί άλλοι από μας, είχε πολλές συναντήσεις και με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Σε μια από αυτές, μέσα στο 1966, ο Παπανδρέου ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος. Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν πρέπει να γίνει δικτατορία γιατί «θα χαθεί η γενιά σας».
Οι δικτατορίες σήμερα, επαναλάμβανε, δεν ήταν όπως παλιά τα στρατιωτικά κινήματα γιατί όταν έρχονται δεν φεύγουν εύκολα. Για αυτό, έλεγε, να με αφήσετε να είμαι ο αρχηγός, εννοούσε να μην παρενοχλούν τις διάφορες πρωτοβουλίες του. Όταν σε εκείνη την συνάντηση τον ρώτησαν εάν γίνει δικτατορία, εμείς τι πρέπει να κάνουμε, η απάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου, «εσείς θα κάνετε το καθήκον σας». Πράγμα το οποίο ερμήνευσαν όλοι και ο Αλέκος, με είδε αμέσως μετά την συνάντηση, ότι «εσείς θα πρέπει να κάνετε αντίσταση».
Ο Παναγούλης είχε βγάλει σχεδόν με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι πολύ δύσκολα θα αποφευχθεί η δικτατορία, και από εκείνη την στιγμή προετοιμαζόταν με τρόπο που πολλές φορές με εντυπωσίαζε. Από τότε είχε αρχίσει να μιλάει για τον ΑΔΗΣ δηλαδή τον Δημοκρατικό Στρατό, και για τις μαχητικές ομάδες Δημοκρατικής Αντίστασης, τις ΜΟΔΑ όπως ονόμαζε τις ομάδες σαμποτάζ.
Πριν να φύγει για να καταταγεί στον στρατό ήρθε στο γραφείο μου στην Ζωοδόχου Πηγής για να με αποχαιρετίσει και να μου πει ότι εάν γίνει Δικτατορία, «εγώ θα λιποταχτήσω και θα ξανακατέβω κάτω. Και σε εκείνη την περίπτωση όλα όσα ξέρεις ότι το τελευταίο διάστημα απασχολούσαν κάποιους από εμάς θα κοιτάξουμε να τα υλοποιήσουμε».
Εμείς είχαμε ήδη εμείς προβεί στην έκδοση της πρώτης προκηρύξεως σε ένα μηχανισμό που τον είχαμε απομακρύνει από την Σόλωνος 49 που ήταν η έδρα των Δημοκρατικών Συνδέσμων για τον φόβο της ενδεχόμενης εκτροπής, και τον είχαμε μεταφέρει τον μηχανισμό κάπου εις τον Πειραιά και την τυπώσαμε εκεί. Και κάποια μέρα άνοιξε η πόρτα του γραφείου μου και μου είπε, «είμαι παρών, έτοιμος για αντίσταση».
Eπειδή ήδη είχε κηρυχθεί λιποτάχτης, εκρύπτετο σε σπίτια φίλων. Συνεννοηθήκαμε να μιλάμε από το τηλέφωνο αλλά εμφανιζόμενοι σαν δικηγόροι συνάδελφοι οι οποίοι είχαμε κοινή υπόθεση, η οποία ή συνεζητήτο εις το γραφείο του- αυτό εσήμαινε ραντεβού εις την παιδική χαρά του Κουκακίου- ή στο γραφείο μου που σήμαινε στον Προφήτη Ηλία Παγκρατίου που βρισκόταν πιο κοντά στο δικό μου σπίτι, στον Βύρωνα Συμμετείχε με διανομή προκηρύξεων, όχι της πρώτης αλλά της δεύτερης και των επόμενων. Για τον Παναγούλη ήταν θέμα ζωής και θανάτου η τήρηση της συνωμοτικότητας μέχρι του τελευταίου σημείου των κανόνων της. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι έπαιρνε σε όλα αυτά και «είκοσι». Διότι ναι μεν τα ήξερε καλά αλλά ήταν παράτολμος και δεν δίσταζε καθόλου, όταν τον απασχολούσε το αποτέλεσμα, να τα παίξει όλα για όλα.
Εν τω μεταξύ, η ΕΚΔΑ, το Εθνικό Κίνημα Δημοκρατικής Αντίστασης που φτιάξαμε εμείς, ήταν η πρώτη ομάς η οποία δικάστηκε στο Στρατοδικείο. Πλησιάζαν τους σαράντα οι παραπεμπόμενοι με τέσσερις από εμάς, τον Σάκη τον Πεπονή, τον Αντώνη τον Βάλη, τον Κατσικόπουλο τον Τάκη και εμένα και μη αποκαλυφθέντα τον Γιάννη τον Χαραλαμπόπουλο που ήταν ο πέμπτος της ηγεσίας της ΕΚΔΑ αλλά εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί και είχε εκτοπιστεί.
Με το που έρχεται από την Κύπρο, πιάνουμε επαφή, εγώ είχα βγει με την αμνηστία τον Δεκέμβριο, μετά το αντικίνημα του Βασιληά, και κάνουμε ραντεβού εις την περιοχή του Κουκακίου. Είναι η πρώτη συνάντηση του ‘68 και αρχίζουμε και συζητάμε σε άλλη βάση πια διότι στην Κύπρο έχει εξασφαλίσει ουσιαστικά τα όπλα, τα εκρηκτικά κυρίως τα οποία μετά χρησιμοποίησε. Τα εκρηκτικά θεωρούσε ότι μπορούσαν να έρχονται χωρίς κινδύνους, μια που είχε εξασφαλιστεί η αποστολή τους δια του διπλωματικού σάκου. Μου ανέφερε και τις επαφές που είχε με τον Ανδρέα Παπανδρέου εις την Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου κυρίως του είχε ζητήσει οικονομική στήριξη στην Ελλάδα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου του ζήτησε να ενταχθεί εις το ΠΑΚ, η αντιπρόταση του Παναγούλη που δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα δικά του σχέδια με την οργάνωση του, την Ελληνική Αντίσταση, ήτανε ότι «ο Λευτέρης ο Βερυβάκης είναι δεκτός από μένα, είναι δεκτός και από σένα για να αποτελεί τον σύνδεσμο ανάμεσά μας». Εκείνη την στιγμή εγώ βρισκόμουν ήδη οργανωμένος στο ΠΑΚ και συμφώνησαν.
Στον Ανδρέα δεν είχε αναφέρει ότι σχεδίαζε απόπειρα κατά της ζωής τού Παπαδόπουλου, όμως ο Ανδρέας εγνώριζε τα εκρηκτικά και γι’ αυτό μίλησε τότε και για το θερμό καλοκαίρι που έρχεται. Έστειλε και μερικά χρήματα που πήρε ο Αλέκος. Αλλά πρέπει να πω ότι ο Αλέκος Παναγούλης από την φύση και το ταμπεραμέντο του ήθελε αυτενέργεια. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο είναι ότι ένα στενό, στεγνό και πολύ προκαθορισμένο οργανωτικό πλαίσιο δεν θα μπορούσε να το αντέξει, το ήξερε…
..Καταλήξαμε ότι πρέπει να γίνει η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου, για τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν η Κύπρος. Τον Νοέμβριο του ‘67 ο Παπαδόπουλος και ο Πιπινέλης απέσυραν την Ελληνική Μεραρχία που είχε αποστείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου και η οποία ήταν η στρατιωτική ασπίς της Κύπρου για τον οποιονδήποτε ενδεχόμενο «Αττίλα». ..
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι καταλαβαίναμε ότι μετά και από όλα όσα συνέβησαν στις 13 του Δεκέμβρη του 1967 με το αποτυχών αντικίνημα του Βασιληά, και το επίσημο πέρασμα στην ηγεσία του Παπαδόπουλου, χτύπημα στο νου και στην καρδιά της χούντας ήταν μόνο το χτύπημα κατά Παπαδόπουλου. Οτιδήποτε άλλο ήταν περιφερειακό.
Ο τρίτος λόγος ήταν ότι ουσιαστικά όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μέχρι το φθινόπωρο του 1968, πριν το δήθεν δημοψήφισμα της χούντας για το Σύνταγμα.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης όταν γύρισε, έχοντας στην διάθεση του πολλά εκρηκτικά, είχε και ένα σχέδιο το οποίο δια της χρήσεως των εκρηκτικών ουσιαστικά θα έδιδε στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο την εντύπωση ότι η Αθήνα από άκρου σε άκρον καίγεται. Είχε πολλές εκρήξεις στο μυαλό του την ημέρα της απόπειρας.
Εγώ ήμουν αντίθετος στις εκρήξεις που ήταν μακριά από συγκεκριμένο στόχο. Πίστευα ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατόν να προκληθούν θύματα και αυτό δεν συνέφερε την αντίσταση. Νομίζω σε αυτό επηρεάστηκε σοβαρά, με αποτέλεσμα βέβαια να μην εγκαταλειφθεί εντελώς το σχέδιο, γι’ αυτό ακριβώς σε ορισμένες περιοχές μπήκαν και βόμβες. Και ο ίδιος ήτανε κλονισμένος για την, ας το πω, λογική των τυφλών εκρήξεων.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον μάλιστα αφού συνελήφθη το βράδυ είπε ο ίδιος σε αυτούς που τον είχαν συλλάβει, «να σας δείξω και σε ποια άλλα σημεία υπάρχουνε βόμβες τις οποίες να προλάβετε να μην εκραγούν».
Με συλλαμβάνουν στις 19 του μηνός. Εγώ ήμουν ο κρίκος με τον οποίο θα κατηγορούσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου για την απόπειρα. Στις 3 του Νοέμβρη ακριβώς, είναι η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου και η πρώτη διαδήλωση, και η δίκη αρχίζει στις 4 του μηνός και φτάνει μέχρι 17 Νοεμβρίου του 1968. Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε και τον θάνατο του Αλέξανδρου Παναγούλη που συνελήφθη επί τόπου και ήταν λιποτάκτης αλλά και την δικιά μου καταδίκη εις θάνατο. Φαινόταν λόγω έλλειψης στοιχείων ότι δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τουλάχιστον τον δικό μου θάνατο και για αυτό διέκοψαν για τέσσερις ημέρες.
Ο Αλέκος όπως πάντα από την πρώτη στιγμή που ήρθε ήταν περήφανος πάνω από όλα, επιθετικός και με πλήρη αψηφισιά για τις οποιεσδήποτε συνέπειες ή για αυτόν ή για οποιονδήποτε άλλον. Πράγμα το οποίο τους εξεδήλωσε και στις ανακρίσεις. Ο Αλέκος Παναγούλης τους είπε ότι «εμείς αδιαφορούμε αν σκοτώσετε εμένα, τον Βαλυράκη ή οποιονδήποτε άλλον. Εμείς θέλουμε ουσιαστικά να φύγετε από την εξουσία και στο όνομα ακριβώς αυτής της επιδίωξής μας όσες θέλετε βάλτε καταδίκες, όποιους θέλετε, εκτελέστε».
Τελικώς με καταδίκασαν σε ισόβια, ως αρχηγό με επιβαρυντικά. Το ίδιο ήταν και για τον Παναγούλη, αρχηγός με επιβαρυντικά αλλά δις εις θάνατον.
Αλλά ξεσηκώθηκε ολόκληρη η υφήλιος . Ο πρώτος ο οποίος έστειλε τηλεγράφημα την εποχή που ο βασιλικός επίτροπος Λιάπης ζήτησε τους δυο θανάτους, ήταν ο Βίλλυ Μπραντ, τότε πρωθυπουργός της Γερμανίας. Τον ξύπνησαν τρεις η ώρα τη νύχτα, Έλληνες αντιστασιακοί που ήταν στο εξωτερικό και του είπαν ότι στην Αθήνα επίκεινται εκτελέσεις. Και ακολούθησαν όλοι οι σοσιαλιστές πρωθυπουργοί αλλά και όλα τα συντηρητικά κόμματα. Μετά προσετέθησαν και πάρα πολλοί άλλοι από τον Πάπα και τον γραμματέα του ΟΗΕ, Ου Θάντ (1961-1971) μέχρι τον Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον. Αυτό το τελευταίο τηλεγράφημα του Τζόνσον που τους έκοψε τα γόνατα και ήταν και το επιχείρημα του Παπαδόπουλου προς τους άλλους για να μην προχωρήσει στην εκτέλεση του Παναγούλη. Αλλά βέβαια μετά τον εντοιχίσανε, δεν τον φυλακίσανε, στο Μπογιάτι, απ’ όπου όμως κατάφερε να δραπετεύσει.
Στις φυλακές της δικτατορίας έμεινα περίπου έξι χρόνια. Πήγα δυο φορές φυλακή. Πήγα με το πρώτο στρατοδικείο για την ΕΚΔΑ και με το δεύτερο στρατοδικείο για την απόπειρα. Στις 13 Αυγούστου του 1973, ο Παπαδόπουλος, επειδή εντωμεταξύ έκανε τον εαυτό του Πρόεδρο, έδωσε αμνηστία. Στο διάγγελμά του έλεγε από τον Παναγούλη μέχρι τον τελευταίο, αφήνονται όλοι ελευθεροι.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr